Η ελληνική κοινωνία δεν θα συμπράξει στην ανασυγκρότηση του κράτους και στον εξορθολογισμό της οικονομικής μας ζωής, αν οι καίριες αυτές μεταρρυθμίσεις δεν συνδεθούν πειστικά με ευρύτερους στόχους πνοής. Η επιχειρηματολογία που εστιάζεται αποκλειστικά στις τεχνικές πτυχές των όποιων μέτρων – ούτως ή άλλως δυσνόητων για το ευρύ κοινό, ου μην αλλά και για τους δήθεν ειδικούς των τηλεοπτικών παραθύρων – δεν πρόκειται να συνεγείρει τον ελληνικό λαό. Για να ευοδωθεί, μια αναγεννητική προσπάθεια πρέπει να υπερβαίνει την καθημερινότητα – να διαθέτει ιδεολογικό υπόβαθρο.
***
Η Ελλάδα του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα, πολύ πτωχότερη και κατά μέσον όρο πολύ πιο αγράμματη και καθυστερημένη από τη σημερινή, κατόρθωσε να πραγματοποιήσει εντυπωσιακές προόδους οιστρηλατούμενη από τη Μεγάλη Ιδέα. Ένα όραμα υπερφιλόδοξο, ίσως – όπως άλλωστε από την ίδια τη φύση τους τα περισσότερα οράματα – το οποίο όμως συνέβαλε καθοριστικά στην οικοδόμηση και εδραίωση του νεοελληνικού κράτους.
Καταδεικνύοντας τα όρια της εθνικής μας εκείνης εξόρμησης, η μικρασιατική καταστροφή μάς βύθισε σε ιδεολογική σύγχυση. Η εδαφική επέκταση έπαυσε εκ των πραγμάτων να αποτελεί την κινητήρια δύναμη της εθνικής μας ζωής, με τις περιορισμένες εξαιρέσεις – Δωδεκάνησα, Κύπρος – απλώς να επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Η ελληνική πολιτεία αναζητούσε κατευθυντήριο άξονα.
Το ιδεολογικό αυτό κενό η δικτατορία Μεταξά αποπειράθηκε να το καλύψει κατασκευάζοντας, με πρόχειρα, και άλλωστε ασύμβατα με τις ελληνικές συνθήκες, δάνεια από τον φασισμό και τον ναζισμό, το χιμαιρικό και χωρίς επαύριον ιδεολόγημα του «Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού». Ενώ, επωφελούμενοι του κλίματος της κατοχής, αλλά και της απουσίας πειστικού ιδεολογικού αντιπάλου, οι υπό σοβιετική επιτροπεία κομμουνιστές κατόρθωσαν εν συνεχεία να μπολιάσουν την ελληνική κοινωνία με τις εξωπραγματικές και καταστροφικές συνάμα ιδεοληψίες τους.
Σημειωτέον δε ότι η άμυνα κατά της – θανάσιμης, αναμφίβολα – σοβιετικής απειλής παρέσχε για ένα διάστημα στην ελληνική πολιτική τάξη ένα βολικό νομιμοποιητικό ιδεολογικό άλλοθι. Το οποίο, όμως, στερούμενο παντελώς δημιουργικού περιεχομένου, αποδείχθηκε – όπως κατέδειξε και η περιπέτεια της επταετούς δικτατορίας – στείρο και αποχαυνωτικό. Και, πέραν τούτου, είχε ημερομηνία λήξης. Καθώς, η άδοξη κατάρρευση της σοβιετικής αυτοκρατορίας και η παγκόσμια απαξίωση των ιδεολογικών της θεμελίων κατέστησαν τον αντικομμουνισμό εξ ίσου αναχρονιστικό με τον ίδιο τον κομμουνισμό.
***
Η μεταπολίτευση του 1974 επιχείρησε με τη σειρά της να θεραπεύσει το ιδεολογικό μας έλλειμμα, καλλιεργώντας έναν αναιμικό, πτωχοπροδρομικό «ευρωπαϊσμό», πλήρως αναντίστοιχο με τις μεταλλασσόμενες ευρωπαϊκές συνθήκες. Οράματα όμως αποκομμένα την πραγματικότητα είναι εκ προοιμίου καταδικασμένα. Η πραγματικότητα δε βοά εδώ και δεκαετίες.
Εν πρώτοις, η ευρωπαϊκή ομοσπονδιακή ιδέα αποδείχθηκε θνησιγενής. Αντ’ αυτής εδραιώνεται η Ευρώπη των συμπραττόντων εθνικών κρατών. Τα ιστορικά ευρωπαϊκά έθνη – οι Βρετανοί, οι Γάλλοι, οι Γερμανοί, και ασφαλώς όχι μόνο – εννοούν, και στο νέο διεθνές περιβάλλον, να διατηρήσουν την κρατική τους υπόσταση και ιδιαιτερότητα, ακόμη και εις βάρος της συλλογικής τους ισχύος. Και, δεύτερον, παρά τις αναπόφευκτες διαφοροποιήσεις στους κόλπους της Δύσης, επιβεβαιώνεται η μακροπρόθεσμη αλληλεξάρτηση των δύο ακτών του Ατλαντικού – η πολιτισμική ενότητα και η κοινή γεωπολιτική μοίρα του ευρω-ατλαντικού κόσμου.
Πρόκειται για διαπιστώσεις καθοριστικής σημασίας για τη χάραξη της εθνικής μας πορείας στον εικοστό πρώτο αιώνα. Για λόγους πολιτισμικούς, οικονομικούς και γεωπολιτικούς, η Ελλάδα είναι οριστικά εντεταγμένη, τόσο στον ευρύτερο δυτικό, όσο και στον στενότερο ευρωκοινοτικό, χώρο. Ζητούμενο, ωστόσο, παραμένει ο ρόλος μας. Θα συνεχίσουμε να συμπεριφερόμαστε ως προβληματικοί παρείσακτοι – ενθυμούμενοι τη νατοϊκή αλληλεγγύη μόνο όταν εγκλωβιζόμαστε σε γεωπολιτικά αδιέξοδα δικής μας κατασκευής και επικαλούμενοι την κοινοτική μόνο όταν βουλιάζουμε υπό το βάρος των αμαρτιών μας; Λοιδορώντας, κατά τα λοιπά, δίκην τριτοκοσμικών, συμμάχους και εταίρους – σήμερα τους Γερμανούς, χθες τους Ιταλούς ή τους Ολλανδούς, και διαχρονικά τους Αμερικανούς – οποτεδήποτε δεν ικανοποιούνται οι επιθυμίες μας; Ή θα συμμετάσχουμε στο ευρω-ατλαντικό γίγνεσθαι ως ισχυρός, υπεύθυνος εθνικός παράγων, σίγουρος για τον εαυτό του, εξασφαλίζοντας «με το σπαθί μας» παρουσία πρωταγωνιστική στα Βαλκάνια, σημαντική στην Ανατολική Μεσόγειο και ουσιαστική στα κέντρα λήψης αποφάσεων της Δύσης;
***
Για όσους μεταξύ μας δεν έχουν απολέσει την αίσθηση της εθνικής αξιοπρέπειας και συμφέροντος, η απάντηση στο ρητορικό αυτό δίλημμα είναι φυσικά αυτονόητη. Ωστόσο, δεν αρκεί να επιλέξουμε τον σωστό δρόμο. Πρέπει και να τον διανύσουμε. Προϋπόθεση για την ανόρθωση των εξωτερικών μας τυχών είναι η εσωτερική ανάταξη. Με δεδομένους δε τους ποσοτικούς της περιορισμούς, η Ελλάδα είναι καταδικασμένη, τρόπον τινά, να επενδύσει στην ποιότητα. Καλείται, δίνοντας το προβάδισμα στην έννοια του χρέους έναντι της διεκδικητικής διαστροφής και του ευδαιμονισμού που κατατρύχει τον δημόσιο βίο μας, να προχωρήσει αποφασιστικά στην αξιοκρατική αναβάθμιση της Διοίκησης, της Παιδείας, των Ενόπλων Δυνάμεων, της Δικαιοσύνης. Να αναπτύξει τις υπνώττουσες παραγωγικές της δυνάμεις, προκειμένου να αποβεί ανταγωνιστική στον διεθνή οικονομικό στίβο και να αναδειχθεί σε περιφερειακό κέντρο υψηλής τεχνολογίας. Αξιοποιώντας και το συγκριτικό μας πλεονέκτημα που είναι ο απόδημος ελληνισμός.
Το έργο είναι όντως τιτάνιο.. Για την πραγμάτωσή του απαιτείται ηγεσία ισχυρή και ηθικώς αδιάβλητη. Δεν μπορεί να αχθεί εις πέρας από νάνους – ιδίως όταν οι ίδιοι ή το περιβάλλον τους αποπνέουν οσμή διαφθοράς
|
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου