6.4.12

Η είσοδος των Γερμανικών στρατευμάτων στην Αθήνα το 1941.

Ο μύθος γύρω από τον Κωνσταντίνο Κουκίδη.
Αποκαλύπτεται πως γεννήθηκε ο απίθανος θρύλος για τον στρατιώτη που αυτοκτόνησε για να μην δει τη Σβάστικα στην Ακρόπολη…

Υπήρξε πράγματι ή δεν υπήρξε ο άτυχος Κωνσταντίνος Κουκίδης;

Πέθανε το 1974 σε ηλικία 83 ετών το θύμα της δημοσιογραφικής φάρσας!

Ένα μυθολογικό στοιχείο έχει εισχωρήσει στη σύγχρονη ιστορία μας και από τη συνεχή επανάληψή του υπάρχει ο κίνδυνος να καταγραφεί ως πραγματικό. Πρόκειται για τη δήθεν αυτοκτονία του Έλληνα φρουρού της Ακρόπολης την ημέρα που οι Γερμανοί κατέλαβαν την Αθήνα. Ύστερα από 63 ακριβώς χρόνια, έρχεται ο «Λαβύρινθος» να δώσει ένα οριστικό τέλος σ’ αυτόν τον μύθο, καταθέτοντας την αδιάψευστη θέση του και δίνοντας διευκρινίσεις για το πώς διαμορφώθηκε μία φήμη που κόντεψε να γίνει γεγονός.

Υπήρξε ή δεν υπήρξε ο Κωνσταντίνος Κουκίδης ως φυσικό πρόσωπο;
Ο Δήμος Αθηναίων, πριν καν έχει μία απάντηση σ’ αυτό το θέμα, είχε αποφασίσει προ ολίγων ετών, επί δημαρχίας Αβραμόπουλου, να τον τιμήσει με την ανέγερση ειδικού μνημείου στην αρχή της Λεωφ. Βας. Σοφίας. Τιμήθηκε λοιπόν ο απλός εκείνος στρατιώτης, ο νεαρός Κων. Κουκίδης, επειδή ως εντεταλμένος φρουρός της σημαίας μας στον ιερό βράχο αρνήθηκε να υποστείλει την ελληνική σημαία και να την αντικαταστήσει με τη γερμανική, την ώρα που μόλις είχε καταληφθεί η ελληνική πρωτεύουσα.
Και επειδή όχι μόνον  είχε αρνηθεί να υποστείλει τη σημαία μας, αλλά διαμαρτυρόμενος για το γεγονός αυτό καθεαυτό έπεσε από τον ιερό βράχο και βρήκε τραγικό θάνατο…
Την ημέρα που οι Γερμανοί κατέλαβαν την Αθήνα κανένας θανάσιμος τραυματισμός δεν σημειώθηκε, καμιά αυτοκτονία, κανένα βίαιο γεγονός δεν αναφέρθηκε. Στα ημερολόγια των γερμανικών στρατιωτικών μονάδων που εφάρμοσαν το σχέδιο κατάληψης της ελληνικής πρωτεύουσας δεν καταγράφηκε κανένα τέτοιο γεγονός. Ούτε στα αντίστοιχα αρχεία των ελληνικών στρατιωτικών διοικήσεων έχει καταγραφεί. Επιπλέον, επί πολλά χρόνια μετά τον πόλεμο έγιναν έρευνες και έρευνες στα στρατιωτικά αρχεία και στα μητρώα για να εντοπισθεί το πρόσωπο που φερόταν να έχει βρει τέτοιον τραγικό θάνατο, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Εξετάστηκαν όλες οι περιπτώσεις. Ελέχθη ότι ο φρουρός της σημαίας στην Ακρόπολη τελικά δεν ήταν απλός στρατιώτης, αλλά εύζωνος της Ανακτορικής Φρουράς. Και πάλι η έρευνα ήταν αρνητική. Στη συνέχεια υποστηρίχθηκε πως ήταν νεαρός φαλαγγίτης (μέλος της ΕΟΝ, της Νεολαίας του καθεστώτος) που του είχαν ανατεθεί τα καθήκοντα φρουρού της σημαίας. Σημειωτέον ότι πράγματι, κατά τους τελευταίους μήνες που η Ελλάδα έδινε τη μάχη εναντίον των Ιταλών και των Γερμανών είχαν χρησιμοποιηθεί σε διάφορες υπηρεσίες φύλαξης κρίσιμων σημείων της Αθήνας στελέχη της ΕΟΝ, ώστε να απελευθερωθούν οι μάχιμοι στρατιώτες και να προωθηθούν στο μέτωπο. Αλλά και εδώ η έρευνα δεν έφερε αποτελέσματα.
λεζανταΕρευνήθηκαν επίσης προσεκτικά οι εγγραφές κατά τις επίμαχες ημερομηνίες στα αστυνομικά τμήματα, στο ληξιαρχείο, στα νεκροταφεία της ευρύτερης περιοχής. Ουδέν αποτέλεσμα. Τέλος, έγινε μία δημόσια έκκληση στους συγγενείς, στους γείτονες ή στους γνωστούς του νεαρού Κωνσταντίνου Κουκίδη, που είχε βρει τον τραγικό θάνατο από την Ακρόπολη, να εμφανιστούν και να επιβεβαιώσουν ότι το πρόσωπο ήταν υπαρκτό ώστε να τιμηθεί μεταθανατίως για την ηρωική του πράξη. Είχε μάλιστα λεχθεί ότι τιμητικά θα έπρεπε να συνταξιοδοτηθούν οι στενοί συγγενείς ή τυχόν απόγονοί του. Κανείς δεν εμφανίστηκε. Κανείς δεν τον θυμόταν, κανείς δεν τον ήξερε…
Διότι ο Κωνσταντίνος Κουκίδης δεν βρήκε τον θάνατο το 1941, αλλά πέθανε από γηρατειά το… 1974! Και τότε, το 1941, δεν μπορούσε να είναι φαλαγγίτης της ΕΟΝ, ούτε κληρωτός στρατιώτης, επομένως ούτε φρουρός της σημαίας, διότι  ήδη ήταν ακριβώς 50 ετών! Και το κυριότερο, διότι φυσικά δεν αυτοκτόνησε την ημέρα που εισήλθαν στην Αθήνα οι Γερμανοί… Πράγματι, ο Κωνσταντίνος Κουκίδης ως Έλληνας πολίτης είχε ενοχληθεί για την κατάληψη της πατρίδας του από τους Γερμανούς. Όπως όλοι, άλλωστε. Ο ίδιος όμως, ως δημοσιογράφος που ήταν, όχι μόνο δεν διανοήθηκε να αυτοκτονήσει, Αλλά καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια της Κατοχής παρακολουθούσε τις συνεδριάσεις του γερμανικού και του ιταλικού στρατοδικείου και όταν κάποτε ο πόλεμος τελείωσε, το 1946, εξέδωσε ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο για την Κατοχική Δικαιοσύνη.
Το όνομά του περιεπλάκη  στην υπόθεση ως προϊόν μίας αθώας δημοσιογραφικής φάρσας. Στις 27 Απριλίου 1941, την ημέρα που οι Γερμανοί εισήλθαν ως κατακτητές στην Αθήνα, ο Κουκίδης παρακολουθούσε από περιέργεια τις κινήσεις των διαφόρων τμημάτων που έπαιρναν θέσεις στα στρατηγικά σημεία του λεκανοπεδίου και, εξ’ αιτίας και της απαγόρευσης κυκλοφορίας που υπήρχε σε ορισμένες περιοχές, καθυστέρησε πολύ να φτάσει στο γραφείο του, στην εφημερίδα που εργαζόταν. Οι υπόλοιποι συνάδελφοί του σημείωσαν την απουσία του και όταν κάποιος απ’ αυτούς αναρωτήθηκε « βρε παιδιά, τι έγινε εκείνος ο Κουκίδης;», ένας άλλος βρήκε την ευκαιρία για ένα ευφυολόγημα: « Δεν τα έμαθες ; Ο Κουκίδης δεν άντεξε στην ιδέα ότι μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα και πήγε στην Ακρόπολη και έπεσε από εκεί!»
Λίγο αργότερα όμως ο Κουκίδης εμφανίστηκε καθυστερημένος στη θέση του και κανείς δεν έδωσε σημασία στο πείραγμα που τον αφορούσε, η υπόλοιπη μέρα κύλησε με τη συγκέντρωση πληροφοριών για την πρώτη ημέρα της Κατοχής, ώστε να συγκροτηθεί το ρεπορτάζ που θα δημοσιευόταν στο φύλλο της επομένης. Ταυτόχρονα όμως, κάποιοι ανώνυμοι πολίτες που είχαν βρεθεί την ώρα του ευφυολογήματος στα γραφεία της εφημερίδας, επιχειρώντας να αντλήσουν πληροφορίες από πρώτο χέρι για τα συγκλονιστικά ιστορικά γεγονότα που διαδραματίζονταν, δεν υποπτεύθηκαν το (έστω ιδιότυπο) χιούμορ των δημοσιογράφων. Παραπάνω από ο,τι έπρεπε εύπιστοι, αναμετέδωσαν αυτό που είχαν ακούσει και από στόμα σε στόμα απλώθηκε σε όλη την Αθήνα, και όχι μόνο, η «είδηση» αναπλαθόμενη ως παιχνίδι « χαλασμένου τηλεφώνου». Ανύποπτοι οι εμπνευστές αυτής της συγκεκριμένης φάρσας ότι την ώρα που την υλοποιούσαν έγραφαν ιστορία, βρήκαν μία άχαρη στιγμή για να γελάσουν εκείνοι και οι φίλοι τους. Η φάρσα είχε ένα περιορισμένο περιβάλλον και φυσικά κανείς από το περιβάλλον εκείνο δεν φανταζόταν ότι έτσι θα μπορούσε να παραχθεί η ιστορία.
Όμως η φήμη αυτή, όπως τόσες και τόσες άλλες, θα είχε ολοκληρωτικά ξεχαστεί, αν ύστερα από αρκετές εβδομάδες ένας ανταποκριτής αγγλικής εφημερίδας από το Κάιρο δεν την τηλεγραφούσε και τελικά δημοσιευόταν. Αλλά η «είδηση» που καταχωρήθηκε περιείχε λεπτομέρειες που είχαν διαστρεβλώσει την πραγματικότητα. Γινόταν λόγος για στρατιώτη και όχι μεσήλικα δημοσιογράφο, ενώ στην αιτία της αιφνίδιας κατάθλιψης που οδήγησε στην αυτοκτονία είχε προστεθεί και η άρνηση του αυτόχειρα να υπακούσει στη διαταγή των κατακτητών να κατεβάσει την ελληνική σημαία για να την αντικαταστήσει με την γερμανική.
Στις 9 Ιουνίου δημοσιεύθηκε στη «Daily Mail» η ανταπόκριση του «ειδικού απεσταλμένου» της από το Κάιρο: « Ο Κώστας Κουκίδης Έλληνας στρατιώτης, φύλαγε την γαλανόλευκη στην Ακρόπολη, στην Αθήνα, όταν μία ομάδα από ναζί τον πλησίασε. Κρατούσαν την σβάστικα στα χέρια τους. «Κατέβασε την σημαία», του είπαν, «και ανέβασε την δική μας». Ο Κώστας δεν ήξερε την γλώσσα τους μα κατάλαβε. Έσφιξε τα δόντια του, έλυσε το σχοινί και αργά άρχισε να κατεβάζει την γαλανόλευκη. Αμίλητος… Ύστερα κοντοστάθηκε για μια στιγμή, κάρφωσε τα μάτια του στον Γερμανό επί κεφαλής και απότομα μ’ ένα σάλτο βρέθηκε στο διπλανό βράχο, τυλίχτηκε με τη σημαία και ρίχτηκε στο κενό. Διακόσια μέτρα βάθος».
Οι Γερμανοί δεν είχαν ανάγκη τέτοιας υπηρεσίας από τον Έλληνα φρουρό. Το πολυπληθές άγημά τους που το πρωί της μοιραίας ημέρας έφτασε στον Παρθενώνα, παρουσία φωτορεπόρτερ και κινηματογραφιστών επικαίρων, ύψωσε τη σβάστικα χωρίς κανένα επεισόδιο. Η έπαρση της σημαίας του κατακτητή προβλέπεται άλλωστε από το διεθνές δίκαιο και συμβολίζει την κυριαρχία του.
Ωστόσο αργότερα ο Γερμανός στρατιωτικός διοικητής αποφάσισε να υψώσει σε διπλανό ιστό στην Ακρόπολη και την ελληνική σημαία, αναγνωρίζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο ότι η παραμονή των στρατευμάτων του είναι προσωρινή, ότι δεν προσαρτά το κατεχόμενο έδαφος και ότι η εθνική ανεξαρτησία δεν καταργείται. Υπό το πνεύμα αυτό, η διαταγή του ήταν ότι σε όποιο δημόσιο χώρο ή κτήριο υπάρχει η ελληνική σημαία, παραπλεύρως να υψώνεται η σβάστικα. Η γερμανική σημαία υψωνόταν μόνη σε όσα κτήρια στεγάζονταν στρατιωτικές υπηρεσίες του κατακτητή, ενώ σε όλη την Ελλάδα αποκλειστικά σε ένα κτήριο επετράπη να υψωθεί μόνη η ελληνική: στο κτήριο των Παλαιών Ανακτόρων, όπου έδρευε η ελληνική κατοχική κυβέρνηση.
Αυτό ήταν μια παραχώρηση για να αναγνωριστεί η εθνική κυριαρχία και ότι η γερμανική κατοχή ήταν προσωρινή.
Δύο μήνες αργότερα, μετά από την κήρυξη του γερμανοσοβιετικού πολέμου, οπότε η διοίκηση παραχωρήθηκε από τους Γερμανούς στους Ιταλούς, στα δημόσια κτήρια προστέθηκε από τις 25 Ιουνίου 1941 και Τρίτη σημαία, η ιταλική. Αυτή ήταν  η πραγματικότητα. Στα μεταπολεμικά χρόνια, όποτε πάλι ξαναεμφανιζόταν ένα δημοσίευμα που άνοιγε το θέμα του ατυχούς φρουρού της ελληνικής σημαίας στην Ακρόπολη, το θέμα επιβεβαιωνόταν και έκλεινε. Ιδιαίτερα όμως κατά τις τελευταίες δεκαετίες επιχειρήθηκε με επιμονή να παρουσιασθεί ως ιστορικό γεγονός και να τιμηθεί η «θυσία» του.
Αλλά η Ελλάδα και γενικότερα ο διαχρονικός Ελληνισμός δεν έχουν ανάγκη ψευδών και ανύπαρκτων  γεγονότων για να προβάλλεται ο ηρωισμός και το μεγαλείο της φυλής. Με τέτοιες μεθοδεύσεις υπάρχει απλώς μόνον ο κίνδυνος να μειωθεί η αξία των ανυπέρβλητων πραγματικών ηρωισμών και θυσιών της εποχής εκείνης που καταγράφηκαν στις μάχες των βορειοηπειρωτικών βουνών και των οχυρών. Ηρωισμών που υποχρέωσαν εχθρούς και φίλους να υμνούν την ελληνική αξία, με χαρακτηριστικότερο το γνωστό ύμνο του ίδιου του Χίτλερ (Ράιχσταγκ,4 Μαΐου 1941)
[περιοδικό “Λαβύρινθος”, α.τ. 10, Απρίλιος 2004]

βιβλιογραφία
Δημοσθένη Κούκουνα, « Η είσοδος των Γερμανών στην Αθήνα και η Μάχη της Κρήτης», Εκδόσεις Μέτρον, 1983.
Του ιδίου, «Η γερμανική εισβολή και η συνθηκολόγηση», Εκδόσεις Μέτρον,1983
Κωνσταντίνου Κουκίδη «Η Δικαιοσύνη τους!», Αθήνα 1946.
Νίκου Παπαδημητρίου, «Οι συγγραφείς της αθηναϊκής δημοσιογραφίας», τομ. Πρώτος, Εκδόσεις Γιοβάνης, 1989.
Κ. Χατζηπατέρας- Μ. Φαφαλιού, «Μαρτυρίες 40-41», Κέδρος, 1982.
Κ. Χατζηπατέρας – Μ. Φαφαλιού, «Μαρτυρίες 40-44, Κέδρος, 1988.

Αντιστράτηγος Ιωάννης Κακουδάκης τ. Διευθυντής της ΔΙΣ/ΓΕΣ: «Τον Εύζωνα Κουκίδη δεν τον είδε κανένας ποτέ»

“Το θέμα αυτό παραμένει, δυστυχώς μέχρι σήμερα ως ένα εφτασφράγιστο μυστικό, ως ένας μύθος ή θρύλος, θα έλεγα. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή για μια ολοκληρωμένη ενημέρωση και για τους αναγνώστες που ενδεχομένως δεν έχουν γνώση, για την υπόθεση αυτή. Με τον τίτλο “Ένας Έλληνας παίρνει την σημαία του στο θάνατο” στην αγγλική εφημερίδα “DAILY MAIL” ειδικός ανταποκριτής της από το Κάιρο, την 9 Ιουνίου γράφει : Ο Κώστας Κουκίδης, Έλληνας στρατιώτης, φρουρούσε την ελληνική γαλανόλευκη σημαία επάνω στην Ακρόπολη στην Αθήνα, όταν μια ομάδα ένστολων Ναζί προχώρησαν προς αυτόν. “Τράβηξέ την κάτω” του είπαν “και ύψωσε αυτήν την σημαία με την σβάστικα”. Ο Κώστας αργά κατέβασε τα χρώματα της χώρας του. Σταμάτησε μια στιγμή με τα μάτια καρφωμένα στον Γερμανό αξιωματικό. Έπειτα τύλιξε την σημαία γύρω στο σώμα του και ρίχτηκε στις επάλξεις, από ύψος των 200 ποδών. Αυτή η ιστορία μόλις μου έγινε γνωστή από ελληνικές πηγές…(συνεχίζετε το κείμενο της ανταπόκρισης με άλλα θέματα).
Από το δημοσίευμα αυτό δεν προσδιορίζεται πότε έγινε. Ωστόσο, λέγετε ότι έγινε στις 27 Απριλίου 1941, ημέρα Κυριακή, που οι Γερμανοί εισήλθαν στην Αθήνα. Από την ιστορική ανάλυση των ημερών εκείνων γνωρίζουμε ότι στις 07.30 ώρα της 27ης Απριλίου μια φάλαγγα Γερμανών μοτοσικλετιστών με την συνοδεία δύο τεθωρακισμένων αυτοκινήτων διέσχισαν την λεωφόρο Κηφισίας, τις οδούς Αμαλίας και Διονυσίου Αρεοπαγίτου και έφτασαν στην Ακρόπολη. Δύο Γερμανοί αξιωματικοί, ο ίλαρχος Γιακόμπι και ο Υπολοχαγός Έλσνιτς ήταν επικεφαλής της εμπροσθοφυλακής αυτής και αυτοί έκαναν την έπαρση της γερμανικής σημαίας με τιμητικό γερμανικό άγημα και απέστειλαν από το Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών δια μέσου ασυρμάτου το παρακάτω μήνυμα:
“Προς τον Φύρερ και Καγκελάριο του Ράιχ.
Βερολίνο. Φύρερ μου
Την 27 Απριλίου και ώρα 08.10 πρωινή εφθάσαμε εις Αθήνας ως πρώτα Γερμανικά στρατεύματα και την 0845 υψώσαμε την Γερμανική σημαία επί της Ακροπόλεως και του Δημαρχείου.
Χάιλ Μάιν Φύρερ Ίλαρχος Γιακόμπι-Υπολοχαγός Έλσνιτς”.
Υποστηρίζεται από την γερμανική πλευρά ότι αν είχε συμβεί το περιστατικό Κουκίδη, οι Γερμανοί θα το είχαν αναφέρει άμεσα ή αργότερα. Υπήρχε μία πληροφορία ότι είχε δημοσιευθεί το θέμα Κουκίδη στη γερμανική εφημερίδα “Λαϊκός Παρατηρητής” αλλά μετά από πρόσφατες ενέργειες της ΔΙΣ κάτι τέτοιο εν επιβεβαιώθηκε ( Έρευνα Γερμανού Kaspar Dreidoppel, Berlin, 20-2-2001 κ.λ.π.). Η ΔΙΣ κατά το παρελθόν, αλλά και πρόσφατα κατέβαλε και καταβάλει προσπάθειες για την ιστορική τεκμηρίωση της υπόθεσης. Προσπαθούμε δηλαδή να βρούμε την ιστορική αλήθεια. Πολλά έχουν λεχθεί και γραφεί κατά καιρούς, αναδημοσιεύονται, αναπλάθονται, προβάλλονται από τα τηλεοπτικά μέσα και ακούγονται από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς. Εμείς θα συνεχίσουμε την έρευνα μέχρι την πλήρη ιστορική διαλεύκανση της υπόθεσης. Μέχρι τότε καλό είναι να πλανάται ως θρύλος, ως μύθος, ως εφτασφράγιστο μυστικό”.
Η απάντηση αυτή, όμως, δεν έπεισε έναν αναγνώστη του περιοδικού, ο οποίος ζήτησε περισσότερα στοιχειά. Έτσι ο Αντιστράτηγος Κακουδάκης απαντά με επιστολή του στο τεύχος 47 (Δεκέμβριος 2001, σελ. 4)
” Τον Εύζωνα Κουκίδη δεν τον είδε κανένας ποτέ. Δεν βρέθηκε ποτέ η Σημαία. Δεν βρέθηκε ποτέ το πτώμα. Ψάξαμε παντού, όπου υπάρχει περίπτωση να υπάρχει το όνομα Κωνσταντίνος Κουκίδης. Στα νεκροταφεία, στα νεκροτομεία, στα ληξιαρχεία και στις συγκεκριμένες ημέρες δεν υπάρχει καμία εγγραφή. Από τους καταλόγους του ΟΤΕ και από όλα τα Ληξιαρχεία της Αττικής ψάξαμε για επιζώντες με αυτό το όνομα και ερευνήσαμε σχετικά. Μετά από όλα αυτά δεν υπάρχει καμία επίσημη τεκμηρίωση του συγκεκριμένου περιστατικού και αν το συγκεκριμένο πρόσωπο υπήρξε στην πραγματικότητα. Βέβαια καμία στρατιωτική υπηρεσία δεν μπορεί να χάσει κάποιο στρατιώτη της χωρίς να το ξέρει ή χωρίς να έχει γραφεί σε κάποια κατάσταση.

Στη ΔΙΣ ήλθε μέχρι και ο Ιατροδικαστής Αθηνών με το βιβλίο που είχε η υπηρεσία του τότε και κατέγραφαν όλες τις ιατροδικαστικές πράξεις -όλους τους νεκρούς- όπου δεν σημειωνόταν κανένας νεκρός στρατιώτης την περίοδο 27-30 Απριλίου 1941.
Να σημειώσω ότι η Προεδρική Φρουρά, τότε Ανακτορική Φρουρά, δεν έβαζε και δεν βάζει ποτέ φρουρούς στην Ακρόπολη. Ζει ακόμα στο Παγκράτι ο τότε Επιλοχίας της Ανακτορικής Φρουράς, τον όποιο και συνάντησα και ο όποιος με διαβεβαίωσε ότι τους ήξερε όλους τους στρατιώτες του “απέξω και ανακατωτά” και στρατιώτης με το όνομα Κώστας Κουκίδης δεν υπήρχε στην Ανακτορική Φρουρά. Όπως επίσης ότι δεν τοποθετούσαν φρουρούς στον Βράχο της Ακρόπολης. Βέβαια με την λέξη “Εύζωνας” υπάρχει το ενδεχόμενο να ήταν στρατιώτης των Ευζωνικών Ταγμάτων. Όμως τα συντάγματα αυτά δέν έδρευαν στην Αθήνα.
Κανένας δεν μπορεί να υποστηρίξει με βεβαιότητα ότι τέτοιο πρόσωπο υπήρξε, άλλα από την άλλη είναι θετικό να πλανάται ένα τέτοιο γεγονός. Διότι πραγματικά πρόκειται για κάτι το συγκλονιστικό, εάν έγινε. Επομένως το ερώτημα αν το περιστατικό αυτό είναι αληθές η όχι δεν τεκμηριώνεται ιστορικά. Χωρίς να αποκλείεται. Και για τον λόγο αυτό έχουμε έναν ογκωδέστατο φάκελο με όλα τα στοιχεία που έχουμε συγκεντρώσει, μετά από όλες αυτές τις έρευνες για το συγκεκριμένο θέμα, από όπου δεν τεκμηριώνεται η ύπαρξη του προσώπου και του γεγονότος”.
[από συνέντευξη στον Λ.Σ. Μπλαβέρη, περιοδικό “Πόλεμος και Ιστορία”, τεύχος 46, Νοέμβριος 2001]

Το βιογραφικό του Κωνσταντίνου Κουκίδη (1891-1974)
Γεννήθηκε στη Γέννα της Ανατολικής Θράκης. Ακολούθησε νεότατος το δημοσιογραφικό επάγγελμα στο οποίο και αφοσιώθηκε μέχρι το θάνατό του. Εργάστηκε κατά διαστήματα ως ρεπόρτερ, σχολιογράφος, αναγνωσματογράφος και μεταφραστής στις εφημερίδες «Εστία», «Ελεύθερον Βήμα», «Η Καθημερινή», «Αθηναϊκά Νέα» κ.α. με θετικές επιδόσεις και δημοσιογραφικές επιτυχίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Επί ένα χρονικό διάστημα στην περίοδο του μεσοπολέμου [1923-1935] ήταν ανταποκριτής στο Παρίσι των αθηναϊκών εφημερίδων «Εστία» και «Ελεύθερον Βήμα», στις οποίες δημοσίευσε σειρά από ρεπορτάζ, έρευνες και άρθρα για τις πολιτικοστρατιωτικές και διπλωματικές ζυμώσεις στον ευρωπαϊκό χώρο, σε μια εποχή διεθνών μεταβολών και ανακατατάξεων. Κατά την μακρά παραμονή του στην γαλλική πρωτεύουσα του δόθηκε, επίσης, η ευκαιρία να μελετήσει τα εξωτερικά προβλήματα της Ελλάδας στα πλαίσια των παγκοσμίων εξελίξεων, συγκεντρώνοντας στοιχεία και μαρτυρίες που χρησιμοποίησε σε κατοπινές μελέτες του.
Το Κυπριακό, η ελληνική εξωτερική πολιτική, η διπλωματική θέση της Ελλάδας, η ζωή των Ελλήνων φοιτητών του εξωτερικού και οι άγνωστες σελίδες του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου στη Βαλκανική, αποτέλεσαν μερικούς από τους στόχους των ερευνών του, οι οποίες και αξιοποιήθηκαν αργότερα σε αξιόλογο συγγραφικό έργο. Τις ερευνητικές του δραστηριότητες συμπλήρωσε με συνεντεύξεις που πήρε κατά καιρούς από διεθνείς προσωπικότητες της πολιτικής και της επιστήμης. Η αλληλογραφία με επίσημα πρόσωπα, τα διάφορα έγγραφα και πειστήρια και οι αυθεντικές μαρτυρίες που έχει καταχωρήσει σε πολλά βιβλία του, θεωρούνται αδιάσειστα ιστορικά «ντοκουμέντα» και υπεύθυνες πηγές πληροφοριών.
Διετέλεσε ανταποκριτής στην Αθήνα του «Petit Parisien» στο οποίο δημοσίευσε πολλά άρθρα από την ελληνική επικαιρότητα της εποχής του. Συνεργάστηκε, επίσης, στη «France Illustrasion» με ρεπορτάζ και σχόλια για την ελληνική πολιτική, κοινωνική και φιλολογική ζωή.
Έγραψε αρκετά ιστορικά και άλλα έργα, φιλολογικά μελετήματα, ευθυμογραφήματα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, λαογραφικές και αρχαιολογικές πραγματείες  και τουριστικά ρεπορτάζ. Τα κείμενά του για πολλά δραματικά γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη, ελληνική ιστορία, εκτός από τη φιλολογική τους αξία, αποτελούν και πολύτιμες μαρτυρίες. Ορισμένα από τα βιβλία του εκδόθηκαν στα γαλλικά και στα αγγλικά. Το έργο του «La Grece inconnue ne fais plus mystere» διακρίθηκε με το χαρακτηρισμό του ως «τουριστικού» από τη Διεθνή Ακαδημία Τουρισμού του Μονακό. Ως «διδακτικό» το χαρακτήρισε και επιτροπή καθηγητών της Σορβόννης.
[από το βιβλίο του Νίκου Παπαδημητρίου «Οι συγγραφείς της αθηναϊκής δημοσιογραφίας», Εκδόσεις Γιοβάνης, τόμος πρώτος, σελ.122]
http://www.logxi.com


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Twitter Delicious Facebook Digg Favorites More