Την αποδέχτηκε χωρίς ανταλλάγματα και χωρίς σοβαρή μελέτη για τα ολέθρια συνεπακόλουθά της.Η πρώτη διχοτόμηση της Κύπρου έγινε το 1963-64. Η δεύτερη έγινε το 1974 με την τουρκική εισβολή. Η τρίτη διχοτόμηση έγινε μετά τη σύσκεψη των Αθηνών (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1974), όταν η ελληνική πλευρά, υποχωρώντας μονομερώς, αποδέχτηκε ένα σύστημα γεωγραφικής ομοσπονδίας,χωρίς επιστημονική μελέτη της έννοιας της ομοσπονδίας και χωρίς καμία αντίληψη των αναπόφευκτων συνεπακόλουθων της αποδοχής του ομοσπονδιακού πολιτεύματος.
Αποδοχή της διζωνικής συνεπάγεται αναγνώριση και νομιμοποίηση των τετελεσμένων της τουρκικής εισβολής
Το τσιμέντωμα της διχοτόμησης της Κύπρου έγινε με την πιο εξωφρενική και οδυνηρή υποχώρηση της ελληνικής πλευράς, διά της αποδοχής της διζωνικής ομοσπονδίας από το Μακάριο, το 1977. Απομένει η διά της υπογραφής μας, σε μια μελλοντική λύση, επισημοποίησή της, ώστε τα τετελεσμένα της τουρκικής εισβολής να νομιμοποιηθούν επισήμως από τα ελληνικά θύματά της. Όταν πολιτικοί ηγέτες επισείουν τον μπαμπούλα με το ψευτοδίλημμα, «ή λύση τώρα ή διχοτόμηση», δεν λένε την αλήθεια στους πολίτες και κατά τρόπο εκβιαστικό και εκφοβιστικό επιδιώκουν να τους παρασύρουν να προσυπογράψουν τη νομιμοποίηση των αρπαγέντων από τους Τούρκους εισβολείς.
Πριν από λίγες ημέρες, από τις εκδόσεις Καστανιώτη, κυκλοφόρησε ένα νέο βιβλίο από τον γνωστό νομικό, Πολύβιο Γ. Πολυβίου, με τίτλο: «Μακάριος: τα τρία λάθη». Ο Πολυβίου αναφέρεται και αναλύει τα 13 σημεία, τις ενδοκυπριακές συνομιλίες και την ομοσπονδία. Επειδή πάλι γίνεται μεγάλη συζήτηση για τη διζωνική, με αφορμή τις μονομερείς «γενναίες παραχωρήσεις» του Προέδρου Χριστόφια στους Τούρκους και τα φροντιστήρια για τη διζωνική, στα οποία η Κυβέρνηση θέλει να… εκπαιδεύσει τους πολίτες, το βιβλίο του Πολυβίου είναι περισσότερο από επίκαιρο. Είναι συνθλιπτικά καταπέλτης κατά της διζωνικής. Κατηγορεί ευθέως και κατ’ επανάληψιν το Μακάριο και τους συνεργάτες του ότι, με τη Συμφωνία Υψηλού Επιπέδου, που υπέγραψε στις 12 Φεβρουαρίου 1977 με τον κατοχικό Ντενκτάς, όχι μόνο διέπραξε μέγα και ολέθριο σφάλμα αλλά, χωρίς κανένα αντάλλαγμα, νομιμοποιεί τα τετελεσμένα της τουρκικής εισβολής.
Αναγνώριση τετελεσμένων
Τον Αύγουστο του 1974, στις συνομιλίες της Γενεύης, η ελληνική πλευρά απέρριψε τις τουρκικές προτάσεις, που σαφώς εισήγαγαν ένα σύστημα γεωγραφικής και κοινοτικής ομοσπονδίας, στη βάση των «νέων πραγματικοτήτων», που δημιούργησε η τουρκική εισβολή. Υποστήριζε, ορθά, ότι αποδοχή τέτοιας ομοσπονδίας θα ισοδυναμούσε με αναγνώριση των νέων γεωγραφικών και άλλων δεδομένων, που προκάλεσε η εισβολή. Κι όμως: Παρά τις μεγαλόστομες και στομφώδεις διακηρύξεις του Μακαρίου και των συνεργατών του, σε διάστημα τριών χρόνων, η ελληνική πλευρά ανέτρεψε την πολιτική στοχοθεσία της και ο Μακάριος συμφώνησε με τον Ντενκτάς στην «αναζήτηση» «μιας ανεξάρτητης, αδέσμευτης, δικοινοτικής ομοσπονδιακής Δημοκρατίας».
Η δραματική αυτή αλλαγή στις θέσεις της ελληνικής πλευράς έγινε εμφανώς χωρίς καμία σοβαρή μελέτη για τα συνεπακόλουθα του νέου πολιτειακού συστήματος, χωρίς επαρκή κατανόηση της έννοιας της ομοσπονδίας και χωρίς κανένα αντάλλαγμα από πλευράς των Τούρκων. Όπως ο Πολυβίου εξηγεί, τα ομοσπονδιακά κράτη συνήθως δημιουργούνται από την ένωση κυρίαρχων κρατών ή ανεξάρτητων επαρχιών ή περιφερειών, που αποφασίζουν να αποτελέσουν ένα κράτος. Το ομοσπονδιακό σύστημα βασίζεται στον γεωγραφικό διαχωρισμό των κρατών/περιφερειών/εδαφών που συνενώνονται. Το νέο ομόσπονδο κράτος θα είναι και δικοινοτικό, δηλ. η κάθε κοινότητα θα ελέγχει ουσιαστικά τη γεωγραφική περιφέρεια, που θα της εκχωρηθεί και θα έχει πληθυσμιακή υπεροχή. Επομένως, παρατηρεί ο Πολυβίου, αυτά αποτελούν επιπρόσθετη αναγνώριση των τετελεσμένων της εισβολής, ως αποτέλεσμα της οποίας «θα υπάρξουν περιορισμοί στις βασικές ελευθερίες και στα ανθρώπινα δικαιώματα των Ε/κ».
Χωρίς μελέτη, χωρίς γνώση της διζωνικής, χωρίς ανταλλάγματα…
Ο Πολυβίου κάνει εκτενή αναφορά πώς μεταξύ Αυγούστου 1974 και Φεβρουαρίου 1977 έγινε η μεγάλη και ολέθρια ανατροπή και πώς ο Μακάριος και οι συνεργάτες του έφτασαν στη «δυσμενέστατη», όπως τη χαρακτηρίζει, Συμφωνία του 1977. Ο Πολυβίου καταλογίζει ευθέως μέγιστες ευθύνες και στο Γλαύκο Κληρίδη, ο οποίος, διά της γνωστής ομιλίας του στην «Αργώ», στις αρχές Νοεμβρίου 1974, αναφέρθηκε στην ανάγκη επανεξέτασης της ε/κ πολιτικής. Μη αποκλειομένης και της αποδοχής της ομοσπονδίας. Τότε γίνεται για πρώτη φορά αναφορά σε «πολυπεριφερειακή ομοσπονδία». Ο Μακάριος και ο Σπ. Κυπριανού απορρίπτουν κάθε ιδέα για αποδοχή της τουρκικής αξίωσης για γεωγραφική ομοσπονδία, «η οποία όχι μόνον θα αποτελούσε μιαν απάνθρωπη λύση αλλά και θα μετέβαλλε την ταυτότητα της νήσου».
Η σύσκεψη στην Αθήνα (30 Νοεμβρίου-1 Δεκεμβρίου 1974) αποφασίζει «λύσιν πολυπεριφερειακής ομοσπονδίας επί δικοινοτικής βάσεως με κεντρικήν κυβέρνησιν διαθέτουσαν ουσιώδεις εξουσίας». Μελέτη των πρακτικών της σύσκεψης, γράφει ο Πολυβίου, καταδεικνύει ότι η αποδοχή γεωγραφικής ομοσπονδίας, έστω και πολυπεριφερειακού τύπου, «συνιστά ένα εξαιρετικά σοβαρό σφάλμα, στο οποίο κατέληξαν οι παριστάμενοι χωρίς επιστημονική μελέτη της έννοιας της ομοσπονδίας, χωρίς αντίληψη των αναπόφευκτων συνεπακόλουθων της αποδοχής ομοσπονδιακού πολιτεύματος και χωρίς συναίσθηση ότι με αυτόν τον τρόπο διέπρατταν την πλέον οδυνηρή υποχώρηση χωρίς κανένα αντάλλαγμα και χωρίς οποιαδήποτε πιθανότητα υπαναχώρησης ή παρέκκλισης». Ο Πολυβίου συμπεραίνει:
Πρώτον, η ελληνική πλευρά αποδέχεται την ομοσπονδία χωρίς να κατανοεί τις επιπτώσεις της πολιτικής της.
Δεύτερον, η ομοσπονδία προϋποθέτει ύπαρξη χωριστών γεωγραφικών περιοχών, δηλ. γεωγραφικό διαχωρισμό της επικράτειας.
Τρίτον, υιοθέτηση της ομοσπονδίας συνεπάγεται «αποδοχή των τετελεσμένων» της τουρκικής εισβολής.
Τέταρτον, η ομοσπονδία είναι όχι μόνον γεωγραφική αλλά και δικοινοτική.
Πέμπτον, η ύπαρξη μόνο δύο συνεταίρων αναπόφευκτα δημιουργεί αδιέξοδα και όχι δημοκρατικές πλειοψηφίες, δηλ. είναι σίγουρη συνταγή για δυσλειτουργία του κυβερνητικού σχήματος και παράλυση του κράτους. Και αυτό με τη σειρά του οδηγεί σε διάλυση του κράτους.
Έκτον, η διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία, που προδιαγράφεται στη Συμφωνία Υψηλού Επιπέδου του 1977, «προϋποθέτει και συνεπάγεται κοινοτικές και εθνικές πλειονότητες, συμπεριλαμβανομένης πρωτίστως τ/κ και τουρκικής πλειονότητας στα υπό κατοχήν εδάφη». Η Συμφωνία του 1977 δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε αναφορά στην υφιστάμενη και αναγνωρισμένη διεθνώς Κυπριακή Δημοκρατία, αλλ’ οι Μακάριος και Ντενκτάς θα «αναζητήσουν» μιαν ανεξάρτητη, αδέσμευτη, δικοινοτική ομοσπονδία.
Όπως ο Πολυβίου υποστηρίζει, «στη Συμφωνία του 1977 ενυπάρχει δυστυχώς το σπέρμα της παρθενογένεσης». «Μάταια» γράφει, «αναζητεί κανείς λόγους ή στοιχεία που να δικαιολογούν την υιοθέτηση διπεριφερειακής δικοινοτικής ομοσπονδίας, με τον τρόπο που έγινε το Φεβρουάριο του 1977».
Συνομιλίες με την Τουρκία
Ο Πολυβίου επισημαίνει στην ανάλυση ότι ουδείς έχει αποδείξει οποιοδήποτε όφελος το οποίο προέκυψε από τη Συμφωνία του 1977, αντίθετα συνιστά «τόσο χρονικά όσο και από άποψη τακτικών και στρατηγικών κριτηρίων, μια συνταγματικά και πολιτειακά ακατανόητη ενέργεια και ουσιαστική αποδοχή και νομιμοποίηση των τετελεσμένων της εισβολής». Όπως υποστηρίζει, η Συμφωνία του 1977 συνεπάγεται σοβαρούς περιορισμούς στις βασικές ελευθερίες και στα ανθρώπινα δικαιώματα είτε των Ε/κ, που κατοικούσαν πριν από την τουρκική εισβολή στο έδαφος της Δημοκρατίας, που θα διοικείται από την τ/κ πλευρά, είτε των Ε/κ που θα επιστρέψουν ή θα κατοικήσουν στην τ/κ επαρχία ή πολιτεία μετά την επίλυση του Κυπριακού.
Ο Πολυβίου διερωτάται: «Υπήρχαν ή υπάρχουν άλλες πιθανές ή υπαλλακτικές λύσεις από τη δικοινοτική ομοσπονδία; Ενδεχομένως, ναι. Η ε/κ πλευρά θα μπορούσε να εμμείνει σε μορφές ενισχυμένης αυτοδιοίκησης χωρίς μετακίνηση πληθυσμού. Να προτείνει τη δημιουργία αυτόνομης τ/κ περιοχής στο βόρειο μέρος του νησιού, στο πλαίσιο ομοσπονδιακού κράτους, χωρίς οι νόμιμοι κάτοικοι να καταστούν πρόσφυγες ή και να υιοθετήσει σταδιακή επίλυση του προβλήματος».
Ο Πολυβίου καταγγέλλει ότι η διαδικασία των συνομιλιών συνεχίζει να είναι και σήμερα η ίδια όπως πριν από δεκαετίες, παρά την τουρκική εισβολή, που άλλαξε δραματικά τα δεδομένα. Με απλά λόγια, ο Πολυβίου επιμένει ότι, πρώτον, η ε/κ πλευρά δεν έκανε καμία σοβαρή προσπάθεια αλλαγής της διαδικασίας των συνομιλιών και, δεύτερον, οι συνομιλίες έπρεπε να διεξάγονται με την Τουρκία, τουλάχιστον για τις διεθνείς πτυχές του Κυπριακού, «ή τουλάχιστον σε forum που να περιλαμβάνει και την Τουρκία». Η μόνη απόπειρα διεθνοποίησης του Κυπριακού έγινε τον Απρίλιο του 1986 από τον Σπ. Κυπριανού.
ΤΟΥ ΣΑΒΒΑ ΙΑΚΩΒΙΔΗ
ΣΗΜΕΡΙΝΗ
Αποδοχή της διζωνικής συνεπάγεται αναγνώριση και νομιμοποίηση των τετελεσμένων της τουρκικής εισβολής
Το τσιμέντωμα της διχοτόμησης της Κύπρου έγινε με την πιο εξωφρενική και οδυνηρή υποχώρηση της ελληνικής πλευράς, διά της αποδοχής της διζωνικής ομοσπονδίας από το Μακάριο, το 1977. Απομένει η διά της υπογραφής μας, σε μια μελλοντική λύση, επισημοποίησή της, ώστε τα τετελεσμένα της τουρκικής εισβολής να νομιμοποιηθούν επισήμως από τα ελληνικά θύματά της. Όταν πολιτικοί ηγέτες επισείουν τον μπαμπούλα με το ψευτοδίλημμα, «ή λύση τώρα ή διχοτόμηση», δεν λένε την αλήθεια στους πολίτες και κατά τρόπο εκβιαστικό και εκφοβιστικό επιδιώκουν να τους παρασύρουν να προσυπογράψουν τη νομιμοποίηση των αρπαγέντων από τους Τούρκους εισβολείς.
Πριν από λίγες ημέρες, από τις εκδόσεις Καστανιώτη, κυκλοφόρησε ένα νέο βιβλίο από τον γνωστό νομικό, Πολύβιο Γ. Πολυβίου, με τίτλο: «Μακάριος: τα τρία λάθη». Ο Πολυβίου αναφέρεται και αναλύει τα 13 σημεία, τις ενδοκυπριακές συνομιλίες και την ομοσπονδία. Επειδή πάλι γίνεται μεγάλη συζήτηση για τη διζωνική, με αφορμή τις μονομερείς «γενναίες παραχωρήσεις» του Προέδρου Χριστόφια στους Τούρκους και τα φροντιστήρια για τη διζωνική, στα οποία η Κυβέρνηση θέλει να… εκπαιδεύσει τους πολίτες, το βιβλίο του Πολυβίου είναι περισσότερο από επίκαιρο. Είναι συνθλιπτικά καταπέλτης κατά της διζωνικής. Κατηγορεί ευθέως και κατ’ επανάληψιν το Μακάριο και τους συνεργάτες του ότι, με τη Συμφωνία Υψηλού Επιπέδου, που υπέγραψε στις 12 Φεβρουαρίου 1977 με τον κατοχικό Ντενκτάς, όχι μόνο διέπραξε μέγα και ολέθριο σφάλμα αλλά, χωρίς κανένα αντάλλαγμα, νομιμοποιεί τα τετελεσμένα της τουρκικής εισβολής.
Αναγνώριση τετελεσμένων
Τον Αύγουστο του 1974, στις συνομιλίες της Γενεύης, η ελληνική πλευρά απέρριψε τις τουρκικές προτάσεις, που σαφώς εισήγαγαν ένα σύστημα γεωγραφικής και κοινοτικής ομοσπονδίας, στη βάση των «νέων πραγματικοτήτων», που δημιούργησε η τουρκική εισβολή. Υποστήριζε, ορθά, ότι αποδοχή τέτοιας ομοσπονδίας θα ισοδυναμούσε με αναγνώριση των νέων γεωγραφικών και άλλων δεδομένων, που προκάλεσε η εισβολή. Κι όμως: Παρά τις μεγαλόστομες και στομφώδεις διακηρύξεις του Μακαρίου και των συνεργατών του, σε διάστημα τριών χρόνων, η ελληνική πλευρά ανέτρεψε την πολιτική στοχοθεσία της και ο Μακάριος συμφώνησε με τον Ντενκτάς στην «αναζήτηση» «μιας ανεξάρτητης, αδέσμευτης, δικοινοτικής ομοσπονδιακής Δημοκρατίας».
Η δραματική αυτή αλλαγή στις θέσεις της ελληνικής πλευράς έγινε εμφανώς χωρίς καμία σοβαρή μελέτη για τα συνεπακόλουθα του νέου πολιτειακού συστήματος, χωρίς επαρκή κατανόηση της έννοιας της ομοσπονδίας και χωρίς κανένα αντάλλαγμα από πλευράς των Τούρκων. Όπως ο Πολυβίου εξηγεί, τα ομοσπονδιακά κράτη συνήθως δημιουργούνται από την ένωση κυρίαρχων κρατών ή ανεξάρτητων επαρχιών ή περιφερειών, που αποφασίζουν να αποτελέσουν ένα κράτος. Το ομοσπονδιακό σύστημα βασίζεται στον γεωγραφικό διαχωρισμό των κρατών/περιφερειών/εδαφών που συνενώνονται. Το νέο ομόσπονδο κράτος θα είναι και δικοινοτικό, δηλ. η κάθε κοινότητα θα ελέγχει ουσιαστικά τη γεωγραφική περιφέρεια, που θα της εκχωρηθεί και θα έχει πληθυσμιακή υπεροχή. Επομένως, παρατηρεί ο Πολυβίου, αυτά αποτελούν επιπρόσθετη αναγνώριση των τετελεσμένων της εισβολής, ως αποτέλεσμα της οποίας «θα υπάρξουν περιορισμοί στις βασικές ελευθερίες και στα ανθρώπινα δικαιώματα των Ε/κ».
Χωρίς μελέτη, χωρίς γνώση της διζωνικής, χωρίς ανταλλάγματα…
Ο Πολυβίου κάνει εκτενή αναφορά πώς μεταξύ Αυγούστου 1974 και Φεβρουαρίου 1977 έγινε η μεγάλη και ολέθρια ανατροπή και πώς ο Μακάριος και οι συνεργάτες του έφτασαν στη «δυσμενέστατη», όπως τη χαρακτηρίζει, Συμφωνία του 1977. Ο Πολυβίου καταλογίζει ευθέως μέγιστες ευθύνες και στο Γλαύκο Κληρίδη, ο οποίος, διά της γνωστής ομιλίας του στην «Αργώ», στις αρχές Νοεμβρίου 1974, αναφέρθηκε στην ανάγκη επανεξέτασης της ε/κ πολιτικής. Μη αποκλειομένης και της αποδοχής της ομοσπονδίας. Τότε γίνεται για πρώτη φορά αναφορά σε «πολυπεριφερειακή ομοσπονδία». Ο Μακάριος και ο Σπ. Κυπριανού απορρίπτουν κάθε ιδέα για αποδοχή της τουρκικής αξίωσης για γεωγραφική ομοσπονδία, «η οποία όχι μόνον θα αποτελούσε μιαν απάνθρωπη λύση αλλά και θα μετέβαλλε την ταυτότητα της νήσου».
Η σύσκεψη στην Αθήνα (30 Νοεμβρίου-1 Δεκεμβρίου 1974) αποφασίζει «λύσιν πολυπεριφερειακής ομοσπονδίας επί δικοινοτικής βάσεως με κεντρικήν κυβέρνησιν διαθέτουσαν ουσιώδεις εξουσίας». Μελέτη των πρακτικών της σύσκεψης, γράφει ο Πολυβίου, καταδεικνύει ότι η αποδοχή γεωγραφικής ομοσπονδίας, έστω και πολυπεριφερειακού τύπου, «συνιστά ένα εξαιρετικά σοβαρό σφάλμα, στο οποίο κατέληξαν οι παριστάμενοι χωρίς επιστημονική μελέτη της έννοιας της ομοσπονδίας, χωρίς αντίληψη των αναπόφευκτων συνεπακόλουθων της αποδοχής ομοσπονδιακού πολιτεύματος και χωρίς συναίσθηση ότι με αυτόν τον τρόπο διέπρατταν την πλέον οδυνηρή υποχώρηση χωρίς κανένα αντάλλαγμα και χωρίς οποιαδήποτε πιθανότητα υπαναχώρησης ή παρέκκλισης». Ο Πολυβίου συμπεραίνει:
Πρώτον, η ελληνική πλευρά αποδέχεται την ομοσπονδία χωρίς να κατανοεί τις επιπτώσεις της πολιτικής της.
Δεύτερον, η ομοσπονδία προϋποθέτει ύπαρξη χωριστών γεωγραφικών περιοχών, δηλ. γεωγραφικό διαχωρισμό της επικράτειας.
Τρίτον, υιοθέτηση της ομοσπονδίας συνεπάγεται «αποδοχή των τετελεσμένων» της τουρκικής εισβολής.
Τέταρτον, η ομοσπονδία είναι όχι μόνον γεωγραφική αλλά και δικοινοτική.
Πέμπτον, η ύπαρξη μόνο δύο συνεταίρων αναπόφευκτα δημιουργεί αδιέξοδα και όχι δημοκρατικές πλειοψηφίες, δηλ. είναι σίγουρη συνταγή για δυσλειτουργία του κυβερνητικού σχήματος και παράλυση του κράτους. Και αυτό με τη σειρά του οδηγεί σε διάλυση του κράτους.
Έκτον, η διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία, που προδιαγράφεται στη Συμφωνία Υψηλού Επιπέδου του 1977, «προϋποθέτει και συνεπάγεται κοινοτικές και εθνικές πλειονότητες, συμπεριλαμβανομένης πρωτίστως τ/κ και τουρκικής πλειονότητας στα υπό κατοχήν εδάφη». Η Συμφωνία του 1977 δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε αναφορά στην υφιστάμενη και αναγνωρισμένη διεθνώς Κυπριακή Δημοκρατία, αλλ’ οι Μακάριος και Ντενκτάς θα «αναζητήσουν» μιαν ανεξάρτητη, αδέσμευτη, δικοινοτική ομοσπονδία.
Όπως ο Πολυβίου υποστηρίζει, «στη Συμφωνία του 1977 ενυπάρχει δυστυχώς το σπέρμα της παρθενογένεσης». «Μάταια» γράφει, «αναζητεί κανείς λόγους ή στοιχεία που να δικαιολογούν την υιοθέτηση διπεριφερειακής δικοινοτικής ομοσπονδίας, με τον τρόπο που έγινε το Φεβρουάριο του 1977».
Συνομιλίες με την Τουρκία
Ο Πολυβίου επισημαίνει στην ανάλυση ότι ουδείς έχει αποδείξει οποιοδήποτε όφελος το οποίο προέκυψε από τη Συμφωνία του 1977, αντίθετα συνιστά «τόσο χρονικά όσο και από άποψη τακτικών και στρατηγικών κριτηρίων, μια συνταγματικά και πολιτειακά ακατανόητη ενέργεια και ουσιαστική αποδοχή και νομιμοποίηση των τετελεσμένων της εισβολής». Όπως υποστηρίζει, η Συμφωνία του 1977 συνεπάγεται σοβαρούς περιορισμούς στις βασικές ελευθερίες και στα ανθρώπινα δικαιώματα είτε των Ε/κ, που κατοικούσαν πριν από την τουρκική εισβολή στο έδαφος της Δημοκρατίας, που θα διοικείται από την τ/κ πλευρά, είτε των Ε/κ που θα επιστρέψουν ή θα κατοικήσουν στην τ/κ επαρχία ή πολιτεία μετά την επίλυση του Κυπριακού.
Ο Πολυβίου διερωτάται: «Υπήρχαν ή υπάρχουν άλλες πιθανές ή υπαλλακτικές λύσεις από τη δικοινοτική ομοσπονδία; Ενδεχομένως, ναι. Η ε/κ πλευρά θα μπορούσε να εμμείνει σε μορφές ενισχυμένης αυτοδιοίκησης χωρίς μετακίνηση πληθυσμού. Να προτείνει τη δημιουργία αυτόνομης τ/κ περιοχής στο βόρειο μέρος του νησιού, στο πλαίσιο ομοσπονδιακού κράτους, χωρίς οι νόμιμοι κάτοικοι να καταστούν πρόσφυγες ή και να υιοθετήσει σταδιακή επίλυση του προβλήματος».
Ο Πολυβίου καταγγέλλει ότι η διαδικασία των συνομιλιών συνεχίζει να είναι και σήμερα η ίδια όπως πριν από δεκαετίες, παρά την τουρκική εισβολή, που άλλαξε δραματικά τα δεδομένα. Με απλά λόγια, ο Πολυβίου επιμένει ότι, πρώτον, η ε/κ πλευρά δεν έκανε καμία σοβαρή προσπάθεια αλλαγής της διαδικασίας των συνομιλιών και, δεύτερον, οι συνομιλίες έπρεπε να διεξάγονται με την Τουρκία, τουλάχιστον για τις διεθνείς πτυχές του Κυπριακού, «ή τουλάχιστον σε forum που να περιλαμβάνει και την Τουρκία». Η μόνη απόπειρα διεθνοποίησης του Κυπριακού έγινε τον Απρίλιο του 1986 από τον Σπ. Κυπριανού.
ΤΟΥ ΣΑΒΒΑ ΙΑΚΩΒΙΔΗ
ΣΗΜΕΡΙΝΗ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου