Η παρακμή της πολιτικής ή η πολιτική της παρακμής;
Του Δρος Γεωργίου Μούρτου·
Ευχαριστώ πολύ για την πρωτοβουλία πραγματοποίησης της ομιλίας. Οφείλω να ομολογήσω ότι την πρωτοβουλία αυτή την εξέλαβα ως ευκαιρία πραγμάτωσης ενός χρέους μου προς την πόλη στην οποία μεγάλωσα και έλαβα την παιδεία μου, που διαμόρφωσε τον χαρακτήρα και χάραξε την πορεία μου στη ζωή. Εγώ δεν είμαι κάποιος οικονομικός παράγοντας για να ενεργήσω ως οι τοπικοί ή εθνικοί ευεργέτες κατά το παρελθόν, ούτε κάποιος πολιτικός για να προσφέρω ως είθισται κάποιο βοήθημα, τιμής ένεκεν, για κάποιο έργο ή δραστηριότητα της πόλης όπου μεγάλωσα. Μπορώ, όμως, να μιλήσω για «πολιτική», λόγω ειδικότητας και εμπειρίας σε διεθνοπολιτικά ζητήματα. * * * Kαι επειδή η πολιτική μονοπωλείται τελευταίως από την οικονομική της παράμετρο, ξεκινώ τις σκέψεις μου με μια απλή, ίσως και απλουστευτική, εξήγηση της παρούσας οικονομικής κρίσης, για να μπούμε στο πνεύμα της βαθύτερης προβληματικής που θέλω να σας αναπτύξω. Είναι γνωστό ότι κάθε πράγμα στην Ελλάδα γίνεται στο πόδι και εν είδει εξαγγελίας από καθέδρας. Για παράδειγμα, η πολιτική τάξη τάσσεται υπέρ της πλήρους ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ χωρίς να έχει μελετήσει τα υπέρ και τα κατά της υπόθεσης· επικροτεί τη λεγόμενη διοικητική ανασυγκρότηση της χώρας με το προωθούμενο σχέδιο «Καλλικράτης» δίχως να έχει μελετήσει τα συν και τα πλην του προηγούμενου, του «Καποδίστρια»· κατά τον ίδιο πρόχειρο τρόπο έβαλε εσπευσμένα τη χώρα στην ΕΕ χωρίς καμία δημόσια συζήτηση, χωρίς δημοψήφισμα με τη μόνη δικαιολογία ότι θα γινόμασταν Ευρωπαίοι και ότι η Ευρώπη θα εξασφάλιζε τα σύνορά μας· το ίδιο σκηνικό επανελήφθη με την υιοθέτηση του ευρώ, μια απόφαση που ελήφθη δίχως μελέτη, δίχως δημόσιο διάλογο, δίχως συναίνεση του λαού δια δημοψηφίσματος, με μόνη δικαιολογία την ψευδαίσθηση ότι έτσι θα λύνονταν, ως δια μαγείας, τα δημοσιονομικά μας, ενώ σήμερα καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε την αδήριτη πραγματικότητα ότι η νομισματική προστασία από τους εταίρους της ευρωζώνης είναι μύθευμα. Το κακό δεν είναι ότι υιοθετήθηκε το ευρώ· δεν είναι καν ότι καταχρεωθήκαμε ούτε ότι χρεοκοπήσαμε· άλλωστε, μέσα σε λιγότερο από 200 χρόνια η Ελλάδα έχει χρεοκοπήσει πέντε φορές, ένα ασυναγώνιστο παγκόσμιο ρεκόρ που δείχνει το επίπεδο της πολιτικής τάξης της χώρας διαχρονικά. Το κακό είναι ότι αυτή η πολιτική τάξη απεδείχθη εξίσου ανίκανη να διαχειρισθεί τόσο το ευρώ όσο και τη δραχμή και ότι κατασπατάλησε ό,τι δανείστηκε. Να είμαστε ειλικρινείς: τα τεράστια ποσά που η Ελλάδα εισέπραξε από το 1981 μέσω του Ταμείου Συνοχής και των διάφορων «πακέτων» κατασπαταλήθηκαν στην κατανάλωση, εξανεμίστηκαν στη διαφθορά και δεν επενδύθηκαν στη δημιουργία σύγχρονων υποδομών στον τουρισμό, στη γεωργία, στον πολιτισμό που είναι τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας μας. Η τουριστική υποδομή και κυρίως το τουριστικό ήθος παραμένουν σε απαράδεκτα επίπεδα, όπως απαράδεκτο είναι το εμπορικό έλλειμμα στα αγροτικά προϊόντα που ξεπέρασε σε ετήσια βάση τα 3.5 δις. ευρώ σε μια κατ΄ εξοχήν αγροτική χώρα, και ακόμη απαράδεκτο είναι το πολιτισμικό έλλειμμα που εξαναγκάζει τους πλέον αξιόλογους νόες να καταφεύγουν για σπουδές στην ελληνική γραμματεία, στην αρχαιολογία, στα Πατερικά κείμενα, στο εξωτερικό. Αυτή η απαράδεκτη εικόνα τής, κατά τα άλλα ευρωπαϊκής Ελλάδας, σκιαγραφήθηκε και επιμελήθηκε από το πολιτικό κατεστημένο που εκλιπαρεί τη συνδρομή μας για να κοπάσει η κρίση, και το οποίο είναι το ίδιο που με νόμους, καλλιέργεια νοοτροπιών και λανθασμένων επιλογών, απαξίωσε τόσο την ελληνική παιδεία όσο και την παραγωγική βάση της χώρας σε βαθμό εκμηδένισής της. Σας δίνω τη θλιβερή αυτή εικόνα σε αριθμούς: ο όγκος των ελληνικών εξαγωγών και υπηρεσιών περιορίζεται σε 55 μικρής σημασίας δραστηριότητες, με εξαίρεση τη ναυτιλία που στο μεγαλύτερο μέρος της είναι υπό ξένη σημαία, από ένα σύνολο 2.400 που περιέχει η αντίστοιχη βιομηχανική ταξινόμηση. Αυτά είναι επίσημα στοιχεία του 1994, σήμερα τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα. Η εικόνα γίνεται ακόμη πιο σκοτεινή, εάν ληφθεί υπόψη η δαιμονοποίηση της επιχειρηματικότητας στη χώρα μας, η γάγγραινα της γραφειοκρατίας και της δαιδαλώδους πολυνομίας, καθώς και ότι η Ελλάδα καταρρίπτει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο στην χαμηλή παραγωγικότητα, την πολυνομία, τη διαφθορά και την ατιμωρησία. Αυτή η Ελλάδα της μετριοκρατίας στέρεψε όχι μόνο από ιδέες, αλλά τελικά και από ρευστό, αφού δεν δημιούργησε παραγωγική βάση αλλά μεταπρατική συνείδηση, ούτε απελευθέρωσε την έμφυτη δημιουργικότητα του Έλληνα από παθογένειες γραφειοκρατίας, χρηματισμού και αναξιοκρατίας. Όταν δε εξάντλησε κάθε είδους αλχημείες για δανειοδοτήσεις, απεκαλύφθη ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός, έγινε εύκολη βορά των κερδοσκόπων, πλήρως αναξιόπιστος εταίρος και ουδείς πιστεύει σοβαρά ότι θα ανατάξει μέσα στη δική μας τη γενιά. * * * Αυτά εν είδει εισαγωγικών παρατηρήσεων για το φλέγον θέμα των καιρών. Στο σημείο αυτό θα μου επιτρέψετε να σας δώσω το διεθνές κλίμα στο οποίο επωάστηκε η ελληνική κρίση, όπως αυτό άρχισε να διαμορφώνεται κυρίως μετά την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων το 1989-90. Η πτώση αυτή είναι σημαντική, όχι διότι άλλαξε ο παγκόσμιος γεωπολιτικός χάρτης με την επικράτηση μιας αδιαμφισβήτητης υπερδύναμης, των ΗΠΑ, αλλά διότι αυτή η χώρα εμφανίστηκε με ένα εντελώς διαφορετικό πρόσωπο από αυτό που είχε δημιουργήσει από την εποχή της Ανεξαρτησίας της, διαχέοντας το νέο αυτό πρότυπο και στον υπόλοιπο κόσμο. Το παλαιό αμερικανικό πρότυπο στηρίχθηκε στη Μεσαία Τάξη και έγινε γνωστό ως το αμερικανικό όνειρο, ενώ το νέο πρότυπο στρέφεται εναντίον της Μεσαίας Τάξης και έγινε γνωστό ως παγκοσμιοποίηση. Το νέο πρότυπο διαμόρφωσε την κοινωνία των δύο ταχυτήτων, ως μέσο υλοποίησής του επελέγη η Νομοθετική Εξουσία που διευκόλυνε νομοθετικά τη μεταφορά μυθικών κονδυλίων από τους πολλούς –δηλαδή τη Μεσαία Τάξη- στους ελάχιστους με νόμους του κράτους, και το νέο «ευαγγέλιο» που υποστήριζε αυτή την επαναστατική μετάλλαξη έγινε γνωστό ως «νεο-φιλελευθερισμός»· ήτοι, η ιδιωτικοποίηση των πάντων, συνοδευόμενη από μια ανθρωπιστική ρητορική περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δημοκρατίας, ώστε να νομιμοποιείται η νέα αλλαγή με το κάλυμμα του ανθρωπισμού και της ελευθερίας. Ερώτηση: Μήπως το σκηνικό αυτό σας θυμίζει το ελληνικό τοπίο με το χρηματιστήριο, τις ΜΚΟ για τα ανθρώπινα δικαιώματα διαφόρων πολυπολιτισμικών κυρίων και κυριών, τη δαιμονοποίηση των Δημοσίων Υπαλλήλων, που παραδοσιακά αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της Μεσαίας Τάξης στην Ελλάδα, γι΄ αυτό και η υπερδιόγκωσή της, ως υπαιτίων της κρίσης με τη μονοπώληση της δημόσιας συζήτησης για τη θεραπεία του κακού μέσω της κατάργησης του 14ου μισθού και της μείωσης των επιδομάτων τους; Επανέρχομαι στον προηγούμενο συλλογισμό μου, για να επισημάνω ότι στις ΗΠΑ, το καμπανάκι της ανησυχίας για το νέο πρόσωπο της χώρας χτύπησε πολύ ενωρίς, με συνέπεια να ανοίξει ένας δημόσιος διάλογος προβληματισμού με ουσιαστικό περιεχόμενο και έντονο ενδιαφέρον. Ενδεικτικό στοιχείο προβληματισμού που περιέγραφε τη δραματική εικόνα της αμερικανικής κοινωνίας (φτώχεια, διαλυμένες οικογένειες, υψηλή παιδική θνησιμότητα, εγκληματικότητα) είναι το πολυβραβευμένο βιβλίο best seller των δημοσιογράφων Donald Barlett και James Steele «Αμερική: Τι πήγε λάθος;». Ακολούθησαν πολλά άλλα, κυρίως ατόμων από την καρδιά του αμερικανικού κατεστημένου, καθότι η εξέλιξη αυτή άρχισε να τους ανησυχεί σοβαρά. Ξεχωρίζω το μνημειώδες βιβλίο των καθηγητών Victor Hanson και John Heath «Ποιος σκότωσε τον Όμηρο;» -ένα βιβλίο που σε μια άλλη Ελλάδα θα είχε εισαχθεί ως κύριο μάθημα στην εκπαίδευσή της. Θα σας διαβάσω αυτολεξεί μία μόνο πρόταση από αυτό το βιβλίο αριστούργημα:
Ο θάνατος του Ομήρου (εννοεί τη μη διδασκαλία των κλασικών μαθημάτων στα σχολεία) σημαίνει την απαλοιφή ενός ολόκληρου τρόπου θεώρησης του κόσμου, ενός τρόπου διαμετρικά αντίθετου προς τους νέους θεούς που καθοδηγούν τώρα την Αμερική: ψυχοθεραπείες, ηθική άμβλυνση, τυφλή υποστήριξη της προόδου και εξύμνηση του υλικού πολιτισμού.
Ο ίδιος προβληματισμός που αναπτύχθηκε στις ΗΠΑ κατέκλυσε ώριμες κοινωνίες στην Ευρώπη, διότι το αμερικανικό μοντέλο υιοθετήθηκε εν πολλοίς και στη γηραιά ήπειρο. Το πιο ενθαρρυντικό στοιχείο αυτής της θλιβερής εξέλιξης είναι ο ανοικτός διάλογος που διεξάγεται σε διάφορες ώριμες κοινωνίες, στις οποίες η έννοια της άμεσης-συμμετοχικής δημοκρατίας επανεμφανίστηκε ως σοβαρή εναλλακτική της αντιπροσωπευτικής, δηλαδή της σημερινής πλήρως απαξιωμένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, και ως απάντηση επίλυσης των ογκούμενων προβλημάτων, εάν όχι αδιεξόδων, των σύγχρονων κοινωνιών. Οι συζητήσεις εστιάζονται σε διάφορες μορφές τηλεδημοκρατίας, δηλαδή ενός είδους Ηλεκτρονικής Βουλής, στην οποία θα επιλέγονται πολίτες με κλήρο ανά έτος, όπως οι ένορκοι στα δικαστήρια, χωρίς μισθό –μόνο αποζημίωση παράστασης-, χωρίς ατέλειες, συνταξιοδοτικά δικαιώματα, ασυλία, που ισχύει για τους σημερινούς επαγγελματίες του είδους. Ένα πολύ ενδιαφέρον πρότυπο και πρακτικό μοντέλο σύγχρονης άμεσης δημοκρατίας δημιούργησε ο Δανός πανεπιστημιακός καθηγητής Marcus Schmidt, ενώ παρόμοιο υιοθετήθηκε από τη νέα κυβέρνηση της Βρετανικής Κολούμπια του Καναδά το 2004, χωρίς ωστόσο να γίνει νόμος αφού για τρεις εκατοστιαίες μονάδες δεν πήρε την απαιτούμενη έγκριση, άφησε όμως μια παρακαταθήκη για κάθε ενδιαφερόμενο, όπου γης.
* * *
Άνοιξα αυτή τη μεγάλη παρένθεση, για να δείξω ότι η αποδιδόμενη ως οικονομική κρίση στην Ελλάδα, έχει προηγούμενο στον δυτικό κόσμο, μόνο που εκεί βλέπουν και την ουσιαστική της πλευρά, την πολιτική. Θα προσέξατε ότι περιορίζω το ενδιαφέρον μου στη Δύση, γιατί αυτή η κρίση δεν είναι παγκόσμια, δεν αγγίζει χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία που αναπτύσσονται με θεαματικούς ρυθμούς και που διαθέτουν τεράστια συναλλαγματικά αποθέματα. Το αξιοσημείωτο στις περιπτώσεις αυτές είναι ότι οι ασιατικές οικονομίες αναπτύσσονται σε άκρως παραδοσιακές κοινωνίες με πανάρχαιο πολιτισμό, που δεν ταυτίζουν το σύγχρονο και την ανάπτυξη με το δυτικό τρόπο, ούτε το προοδευτικό με τον εξαμερικανισμό. Μια που αναφέρθηκα στις χώρες της Ανατολής, σας καλώ σε ένα νοερό ταξίδι στον μεγάλο μας άγνωστο την ταλαιπωρημένη, ίσως και εξουθενωμένη, ενδεχομένως και παρηκμασμένη, σίγουρα ντροπιασμένη, αλλά όχι τελειωμένη Ελλάδα. Ο λόγος αυτής της νοητικής άσκησης είναι γιατί πιστεύω ότι οι εθνικές μας δοκιμασίες που δεν έχουν τελειωμό, οφείλονται στο ότι δεν έχουμε απαντήσει ακόμη στο απλό ερώτημα, ποιοι τελικά είμαστε, ένα ερώτημα που δίδει τόσες απαντήσεις όσοι και οι ερωτώμενοι. Δεν θα εξαντλήσω εδώ το θέμα αυτό, απλώς θα περιοριστώ στα βασικά στοιχεία που συνθέτουν την ελληνικότητα. Α. Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ που αναπτύχθηκε στην ομηρική και αρχαία Ελλάδα. Ένας πολιτισμός καθ΄ όλα ελληνικός, αλλά με παγκόσμια απήχηση και πανανθρώπινο περιεχόμενο. Αυτός ο πολιτισμός που παρήχθη στην κλασική περίοδο –στα νάματα του οποίου ολόκληρος σχεδόν ο υπόλοιπος κόσμος προστρέχει- είναι θρησκευτικός πολιτισμός. Οι Δελφοί, η Ολυμπία και ο Παρθενώνας αποτελούν ζωντανά θρησκευτικά σύμβολα, που αν αφαιρεθούν καταρρέει και αποσυντίθεται όλο το πολιτιστικό οικοδόμημα της Ελλάδας. Β. Ο θρησκευτικός πολιτισμός της κλασικής Ελλάδας μετεξελίχθηκε, με πολλές οδύνες οφείλω να επισημάνω, σε ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΙΑ και αυτό είναι το δεύτερο στοιχείο. Το αξιοπρόσεκτο σε αυτή την περίπτωση είναι το γεγονός ότι μια καθαρά ιουδαϊκής προέλευσης θρησκευτική σπίθα, όπως ήταν αρχικά ο Χριστιανισμός, έγινε άσβηστο φως και κτήμα του κόσμου όλου μόλις ήλθε σε επαφή με τον Ελληνισμό. Τα δύο αυτά μεγέθη –Ελληνισμός και Ορθοδοξία- έχουν ως κοινό παρανομαστή την εκκλησία, υπό την αρχαιοελληνική της έννοια, δηλ. συνέλευση πολιτών. Αποτελεί αξιοπρόσεκτο γεγονός ότι στην κλασική Ελλάδα η αθεΐα αποτελούσε το πολύ σοβαρό αδίκημα της ασέβειας (κάτι αντίστοιχο της εσχάτης προδοσίας). Και τούτο, όχι για λόγους ηθικής και θρησκευτικού ζηλωτισμού αλλά, διότι η ελληνική θρησκεία αποτελούσε δύναμη κοινωνικής συνοχής· θρησκεία και πολιτεία ήταν αδιαίρετα. Έτσι, με τρόπο φυσιολογικό και ελληνικό, από την εκκλησία του δήμου μεταφερθήκαμε στην εκκλησία των πιστών. Τολμώ δε να ισχυριστώ πως η ελληνικότητα στη μακρόσυρτη πορεία του Ελληνισμού συμπυκνώνεται σε μία λέξη: εκκλησία, δηλαδή συμμετοχή και όχι ιδιώτευση· η συμμετοχή αυτή βιώνεται στην πόλη, γι΄ αυτό όλα τα παράγωγά της –πολιτισμός, πολιτική, πολίτης- προαπαιτούν τη συμμετοχή όλων, όχι την αντιπροσώπευση από τους εκλεκτούς, τους καταφερτζήδες και τους ευνοημένους. Η ξύλινη γλώσσα των πολιτικών και η δυσνόητη γλώσσα των αποκαλούμενων προοδευτικών διανοουμένων, ουδεμία σχέση έχουν με την ελληνικότητα που εκφράζεται μέσω της εκκλησίας, δηλαδή της συμμετοχής, της επικοινωνίας. Και ως γνωστόν, για να συμμετάσχεις στα κοινά πρέπει να καταλαβαίνεις τον συνομιλητή σου, να ομιλείς την ίδια γλώσσα, ώστε αμφότεροι να συμβάλλουν στη διαμόρφωση του ήθους της πόλης. Οι ατέρμονες τηλεοπτικές συζητήσεις, δίχως αρχή, ειρμό και τέλος, είναι εκτός της ελληνικής παράδοσης και είναι δηλωτικές παρακμής. Το πρώτο, λοιπόν, γνώρισμα της πολιτικής είναι η συμμετοχή στα κοινά και το δεύτερο, αλληλένδετο με το πρώτο, η επικοινωνία. Γι΄ αυτό, ως ύψιστη έκφραση ελληνικότητας θεωρείται και είναι ο γλωσσικός μας πολιτισμός, ο οποίος στη χώρα μας δέχεται επανωτά πλήγματα με τις συνεχείς εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις. Θα επιμείνω σε αυτό το στοιχείο, εκλαϊκεύοντας τη σκέψη μου με τα εξής παραδείγματα. Στις δυτικές γλώσσες ο συγγραφέας αποδίδεται με τη λέξη “writer” (=γραφέας, αυτός που γράφει μόνος του), ενώ στην Ελλάδα η λέξη «συγγραφέας» έχει την έννοια αυτού που γράφει τρόπον τινά από κοινού με τον αναγνώστη, με τον κοινό άνθρωπο και από κοινού διαμορφώνουν το ήθος της πόλης. Η διαμόρφωση του ήθους της πόλης μέσω των υψηλών ιδανικών είναι υπόθεση όλων των πολιτών, όπως δηλώνει η λέξη, «άνθρωπος», που ετυμολογείται ως το ον που κυττάει προς τα πάνω (άνω+θρώσκω)· αντίθετα, στα λατινικά ο άνθρωπος είναι «Homo» που ετυμολογείται από το χώμα. Προσέξτε τη διαφορά: το ον που κυττάει ψηλά στον ουρανό για τους Έλληνες, σκέτο χώμα για τους Λατίνους. Όταν ο άνθρωπος κυττάει προς τα πάνω, τότε και τα δημιουργήματά του, που αποτελούν κτήμα του συνόλου, προκαλούν ανάταση ψυχική. Ένα τέτοιο δημιούργημα είναι το «άγαλμα» που ετυμολογείται από το αγάλλομαι (=ευχαριστιέμαι) + ίαση (=γιατρειά). Άρα, όταν βλέπουμε ένα όμορφο άγαλμα (ή οτιδήποτε όμορφο), η ψυχή μας αγάλλεται και ιατρευόμαστε. Αντιθέτως, οι Λατίνοι ονόμασαν το άγαλμα, «statua» από το ελληνικό «ίστημι» (=στέκομαι), και από εκεί το δανείστηκαν όλες οι ευρωπαϊκές γλώσσες, επειδή στέκει ακίνητο. Προσέξτε την τεράστια διαφορά σε φιλοσοφία μεταξύ των δύο γλωσσών. Γι΄ αυτό, η εκκλησία του δήμου, όπου συναθροίζονταν ο λαός ήταν γεμάτη από αγάλματα, όπως και κάθε δημόσιος χώρος, συνήθεια που υιοθετήθηκε και στην εκκλησία των πιστών με τις εικόνες, η καθιέρωση των οποίων αποτελεί τη μεγαλύτερη εορτή της Ορθοδοξίας, γνωστή και ως Κυριακή της Ορθοδοξίας. Τόσο τα αγάλματα όσο και οι εικόνες, πρόκειται για αντικείμενα με ψυχή που ομιλούν στον κοινό άνθρωπο όσοι αιώνες και εάν περάσουν. Συγκρίνεται αυτή την ελληνοπρεπή συνήθεια με τις σημερινές καρικατούρες σε δημόσιους χώρους που κατά κανόνα αποφέρουν αποστροφή, δημιούργησαν την ακαλαισθησία των κτηρίων, το κιτς, και παρήγαγαν τα αρχιτεκτονικά εκτρώματα που τραυματίζουν ψυχικά τον πολίτη, τον οδηγούν κατ΄ ευθείαν σε ψυχολόγους, ψυχιάτρους, τσαρλατάνους διαφόρων παραθρησκευτικών οργανώσεων, για να βρει κάποια ψυχική ηρεμία. Γ. Συνοψίζω τη σκέψη μου και συμπεραίνω ότι αυτά τα δύο οικουμενικής εμβέλειας και απήχησης στοιχεία –Πολιτισμός (συμπεριλαμβανομένου του γλωσσικού) και Ελληνορθοδοξία- από μόνα τους αναδεικνύουν την Ελλάδα σε μια «υπερ-δύναμη ήπιας ισχύος». Στην ελληνική περίπτωση αυτή η οικουμενική ισχύς εκφράζεται ποικιλοτρόπως, όπως: με τις πανεπιστημιακές έδρες κλασικών Σπουδών στα κυριότερα, και όχι μόνο, πανεπιστήμια του κόσμου· τα Ελληνορθόδοξα Πατριαρχεία που έχουν εκκλησιαστική παρουσία και Ορθόδοξη μαρτυρία σε κάθε γωνιά της Γης· με τον ελληνισμό της Διασποράς που αποτελεί μια από τις πιο δυναμικές εθνικές ομάδες μαζί με την εβραϊκή, την κινεζική και την ινδική· και, φυσικά, με τον εμπορικό μας στόλο, τον πρώτο στον κόσμο, μια παγκόσμια πρωτιά, που διαψεύδει πανηγυρικά όλους εκείνους που επικαλούνται το μύθευμα της Ψωροκώσταινας, της μικρής και αδύναμης Ελλάδας που χρειάζεται προστάτες, οδηγίες, κατευθύνσεις και πρότυπα από το εξωτερικό. Η Ελλάδα, παρότι, με όλα τα αξιολογικά κριτήρια, υπολογίζεται ως μια «υπερ-δύναμη ήπιας ισχύος», κατόρθωσε το ακατόρθωτο, να θεωρείται ο αδύναμος κρίκος της αλυσίδας, τόσο εκτός, όσο και εντός, κάνοντας τους πολίτες της να επαναλαμβάνουν το κοινότοπο «δεν υπάρχει κράτος». * * * Το μεγάλο ερώτημα που αναφύεται είναι εάν βιώνουμε ως κοινωνία μια παρακμιακή κατάσταση χωρίς επιστροφή ή απλώς η ελληνική πολιτική τάξη είναι παρακμιακή και οδηγεί ολόκληρη την κοινωνία σε πορεία παρακμής; Θα απαντήσω στο βασανιστικό αυτό ερώτημα με βάση τις βεβαιότητες και όχι τις πιθανότητες. Η πρώτη βεβαιότης είναι ότι η ελληνική πολιτική τάξη επενδύει κατά βάση στο χώρο –στο εφήμερο, στο μοντέρνο και στον ιδιώτη- και όχι στη χώρα –στην αρχοντιά, στη συλλογικότητα, στην ελληνικότητα. Έτσι, αποκλειστικό σχεδόν μέλημα των πολιτών, οι διεκδικήσεις τους, η αντίληψή τους για το ευ ζην περιορίζεται αυστηρά στο εισόδημα, στην επιδότηση και στον εαυτουλισμό. Οι κάτοικοι αυτού του χώρου δεν σηκώνουν μύγα στο σπαθί τους για ζητήματα ατομικού συμφέροντος με συνέπεια να είναι από τους πιο δικομανείς λαούς στον κόσμο, αλλά αποδέχονται το διεθνή διασυρμό με υπαιτιότητα της πολιτικής τάξης που τους κάνει να μην μπορούν να σταθούν αξιοπρεπώς στο εξωτερικό, αφού στο άκουσμα και μόνο της χώρας προέλευσής τους εγείρονται σκωπτικά μειδιάματα, χωρίς να διανοούνται να αντιδράσουν έστω με μια μήνυση κατ΄ αγνώστων που, ωστόσο, δεν είναι και τόσο άγνωστοι. Αυτή η έμφαση στο χώρο έχει ενσπείρει βαθιά μέσα στους κατοίκους της την αντίληψη ότι είναι πρέπον να σκοτώνονται για 1 μ. ατομικής ιδιοκτησίας, αλλά να αδιαφορούν για τη συρρίκνωση της χώρας τους, της εθνικής κυριαρχίας που βαίνει συρρικνωμένη από τη Μικρασιατική Καταστροφή και δώθε, με ορόσημο το Κυπριακό, το Αιγαίο με τις «γκρίζες ζώνες», το Θρακικό και το Μακεδονικό Ζήτημα και επιβεβαιώθηκε από τα πλέον επίσημα χείλη ότι, εν έτει 2010, συνετελέσθη περαιτέρω «απώλεια της εθνικής μας κυριαρχίας», χωρίς καμία αντίδραση, έστω μια βουβή πορεία, παρά την αγωνιώδη προειδοποίηση του Ποιητή: Δεν είσθε από τα χέρια σας, Μονάχα όχι· χρωστάτε Σ΄ αυτούς που ήλθαν, πέρασαν, Θαρθούνε, θα περάσουν, Κριτές θα μας δικάσουν Οι αγέννητοι, οι Νεκροί. Αυτή η διάσταση χώρου-χώρας, που περιέγραψα πιο πάνω, έχει μεγάλη ιστορία. Την περιορίζω στην εξής συνοπτική διατύπωση: πρόκειται για διάσταση έθνους-κράτους με συνέπεια, η χώρα μας, αδυνατώντας να συνθέσει τα δύο αυτά μεγέθη, να παρουσιάζει εγγενή αδυναμία συγκρότησης εθνικού κράτους από την Ανεξαρτησία της μέχρι σήμερα. Το δυστύχημα για την Ελλάδα είναι ότι το διεθνές σύστημα –και φυσικά η ΕΕ-, στηρίζεται στα εθνικά κράτη (έθνος-κράτος) και η βαρύτητα του καθενός είναι συνάρτηση του εθνικού του εκτοπίσματος. Αντιθέτως, η χώρα μας όχι μόνο αδυνατεί να συμπτύξει το κράτος με το έθνος σε ενιαίο ισχυρό σύνολο, αλλά τα δύο αυτά στοιχεία να βρίσκονται σε ρήξη και αντιπαλότητα μεταξύ τους, με συνέπεια ακόμη και οι αδύναμοι γείτονές της, όπως τα Σκόπια, να της συμπεριφέρονται υπεροπτικά, ωσάν αυτοί να είναι οι ισχυροί. * * * Κάνω αυτή την επισήμανση για να μοιραστώ μαζί σας μερικές επίκαιρες σκέψεις ενόψει του επικείμενου εορτασμού της 25ης Μαρτίου, για την εξαγωγή μερικών διδακτικών συμπερασμάτων. Οι αγωνιστές εξεγέρθηκαν στο όνομα του έθνους, καθοδηγούμενοι από εθνικό ζήλο και όχι αγόμενοι από ηγέτες, πολιτικούς κομισάριους, καθοδηγητές και επαγγελματίες του είδους, που θα είχαν ως κύριο σκοπό την κατάληψη και νομή της εξουσίας. Αυτό είναι τωρινό ελληνικό φαινόμενο. Ωστόσο, η λύτρωση του εξεγερμένου ελληνικού έθνους, που εκπροσωπούσε μια παράδοση χιλιετιών και διατηρούσε μια καταπληκτική πολιτιστική ομοιομορφία, δεν ήλθε τελικά με την Ανεξαρτησία του. Απεναντίας, η δημιουργία ελληνικού κράτους συνοδεύτηκε με μια κρίση διαρκείας που σήμερα έφθασε στο απόγειό της. Και τούτο, διότι, όπως επεσήμανα, το κράτος αυτό απεδείχθη εχθρικό προς το έθνος και τους πολίτες του. Από την αρχή της Ανεξαρτησίας αρχίζει η οδύσσεια της παρακμιακής πορείας της πολιτικής ή ορθότερα η έκλειψη της πολιτικής που σήμερα τείνει να είναι ολική. Και εξηγούμαι: Η κλασική ελληνική αντίληψη περί πολιτικής δεν εξαντλείται ούτε στην συγκρότηση κράτους ούτε στις εκλογές για την ανάδειξη αντιπροσώπων, αλλά είναι κάτι ουσιαστικότερο: είναι η διαμόρφωση του ήθους της πόλης, ώστε να φτάσει ο πολίτης στην Αλήθεια. Η «ζήτησις της αλήθειας» γινόταν με τέτοια εμμονή και πάθος που οδηγούσε τον Έλληνα προς τις κορυφές της τελειότητας (συλλογιστείτε το νόημα που εμπεριέχουν λέξεις όπως κάλλος, γνώση, όσιο, αγιότης, δίκαιο). Όπως μαρτυρεί η ετυμολογία της λέξης «αλήθεια», που είναι σύνθετη από το στερητικό «α» και το «λανθάνω» (είμαι κρυμμένος), η αλήθεια είναι μια αποκάλυψη μέσω της δημιουργίας, της συχνής εναλλαγής στα αξιώματα και όχι της αποκλειστικότητας, της αμφισβήτησης και όχι του απόλυτου που αποδίδεται με φράσεις κλισέ των πολιτικών, όπως «είναι μονόδρομος», της συμμετοχικής δημοκρατίας και όχι ολιγαρχικών πολιτειακών σχημάτων, όπως είναι η κοινοβουλευτική δημοκρατία και η συνταγματική βασιλεία. Πολιτική-πολιτισμός-πόλις, αυτό είναι το τρίπτυχο της ελληνικότητας που ανέδειξε κατά το παρελθόν έναν ολιγοπληθυσμιακό λαό σε αριστοκράτη. Φορέας αυτής της ελληνικότητας υπήρξε στο διάβα των αιώνων ο απλός και ανώνυμος πολίτης, που έγινε ο μπροστάρης κατά την εθνεγερσία του 1821, αυτός που στην εκκλησία του δήμου αποφάσιζε για τα πάντα και στην εκκλησία των πιστών παραμένει ο κυρίαρχος με τη έννοια ότι προσχωρεί και αποχωρεί κατά το δοκούν, κοινωνεί ίσος προς ίσον και επικοινωνεί με τον ίδιο το Θεό, ακόμη διατηρεί το δικαίωμα και να τον αμφισβητεί. Ο πολίτης, ως ο αναζητητής της αλήθειας ήταν το κεντρικό πρόσωπο της πολιτικής από την αρχαιότητα μέχρι την εθνεγερσία μέσω θεσμών συμμετοχικής δημοκρατίας, όπως ήταν η κοινοτική οργάνωση. Ο αγώνας για την Ανεξαρτησία απηχούσε αυτή τη γνήσια παράδοση της ελληνικότητας, γι΄ αυτό οι πρωταγωνιστές και οι γνήσιοι εκφραστές της ήταν απλοί άνθρωποι, οι κατσαπλιάδες, οι λαϊκοί αγωνιστές, οι έμποροι, οι παπάδες μερικοί εκ των οποίων αγίασαν ως εθνομάρτυρες, ενώ κομπάρσοι παρέμειναν οι διανοούμενοι και οι κάθε είδους ηγεσίες που θεωρούσαν την εξέγερση άκαιρη ή ασύμφορη για τα ιδιοτελή τους συμφέροντα, οι οποίοι, ωστόσο, μόλις επικράτησε έτρεξαν να αλώσουν το νεοσύστατο κράτος. Το ενδιαφέρον των τελευταίων ήταν για τον χώρο –το κράτος- και όχι για τη χώρα –το έθνος-, για το μοντέρνο (που πάντα θεωρούνταν και θεωρείται το ξενικό, το εισαγόμενο) και όχι το συμμετοχικό, το κοινοτικό, την παράδοση με άλλα λόγια, που διατήρησε το έθνος για χιλιετίες. Εδώ, βρίσκεται η ρίζα της σημερινής κακοδαιμονίας. Ότι, δηλαδή, η ελληνική πολιτική τάξη που δημιουργήθηκε μετά την Ανεξαρτησία μέχρι σήμερα ακροβατεί μεταξύ έθνους και κράτους, γι΄ αυτό δεν κατέστη δυνατόν να δημιουργηθεί εθνικό κράτος με ισχύ και αυτόφωτη παρουσία στο διεθνές σύστημα. Οι όποιες σημαντικές επιτυχίες με τις οποίες πιστώνεται, όπως η απελευθέρωση των εδαφών και το έπος του ‘40, έγιναν όταν ενεργούσε ως έθνος, ενώ, όταν ενεργούσε ως κράτος, χρεώνεται με σημαντικές απώλειες, και μία από αυτές είναι η σημερινή οικονομική κρίση. Το ελλαδικό κράτος, από συστάσεώς του, ενεργούσε και ενεργεί ως αντίπαλος του ελληνικού έθνους, που περίμενε να πάρει τη μεγάλη ρεβάνς. Και αυτή ήρθε με αφορμή δύο γεγονότα: Πρώτον, με την είσοδο της χώρας στην ΕΕ και, δεύτερον και σημαντικότερο, με την ιδεολογία του μετα-μοντερνισμού, ή στα απλά ελληνικά της παγκοσμιοποίησης. Η ευρωπαϊκή επιλογή δεν απέβλεπε να εκσυγχρονίσει το εθνικό κράτος, ώστε αυτό να καταστεί αποτελεσματικό και ισχυρό –γι΄ αυτό τριάντα χρόνια συμμετοχής στην ΕΕ το κράτος παραμένει εξίσου τριτοκοσμικό, αφού αρνείται πεισματικά να αποδεχθεί στην πράξη τους πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς των Δυτικών. Κατά βάση, οι αποκαλούμενοι ευρωπαϊστές δεν θεώρησαν πρωταρχικό τους καθήκον τον διοικητικό και οικονομικό εξορθολογισμό της χώρας, αλλά την εθνική αποδόμηση, να μη θυμίζει τίποτε σχεδόν το ελληνικό. Όπερ και επιδιώχθηκε με μεγαλύτερο ζήλο και αποφασιστικότητα στη δεύτερη φάση, την μετα-μοντέρνα που ακυρώνει την πολιτική και τα παράγωγά της. Σε παγκόσμιο επίπεδο, μετά το 1990, η ιδεολογία του μετα-μοντερνισμού εμφανίζεται ως η μοναδική πολιτική επιλογή σε βαθμό που μερικοί υποστηρικτές της βιάστηκαν να πανηγυρίσουν το τέλος της Ιστορίας και την κατίσχυση του πλανητικού, φιλελεύθερου μοντέλου διακυβέρνησης. Ας δούμε, λοιπόν, πως εξελίσσεται αυτή η ενδιαφέρουσα φάση στη χώρα μας, αν και το φαινόμενο είναι διεθνές. Πρώτ΄ απ΄ όλα δύο λέξεις για την ελληνική ευρωπαϊκή εμπειρία. Συγγνώμη για την επανάληψη, αλλά εκτιμώ πως αυτή θα πρέπει να εμπεδωθεί από όλους μας ότι, δηλαδή, η Ελλάδα είναι η μοναδική ίσως χώρα-μέλος της ΕΕ που ανέγνωσε την ευρωπαϊκή της συμμετοχή εντελώς λανθασμένα, διότι αγνόησε την βασική αρχή ότι η ΕΕ στηρίζεται στα εθνικά κράτη, ενώ αυτή, κάνοντας σημαία μια αφηρημένη έννοια περί εκσυγχρονισμού, επιχείρησε να κόψει το λώρο με το έθνος, επιχειρώντας να δημιουργήσει έναν «Ελληνισμό άνευ έθνους», βάζοντας ως στόχο τη γλώσσα, την παιδεία με συνεχείς μεταρρυθμίσεις. Το σκεπτικό ήταν ότι το εθνικό ήταν περιττό και αρκούσε το ευρωπαϊκό –το οποίο φυσικά δεν υφίσταται παρά μόνο ως ψευδαίσθηση στη σκέψη της άρχουσας τάξης της χώρας-, για να οδηγηθεί η χώρα στην ευημερία και την ειρήνη. Και τούτο, διότι η ελληνική πολιτική τάξη εκτίμησε ότι η Ευρώπη είχε μια τεχνογνωσία Δημοκρατίας, κοινωνικού κράτους και οικονομικού εξορθολογισμού μέσω της ΟΝΕ (δηλ. του ευρώ), που καταστούσε το έθνος όχι απλώς περιττό αλλά και εμπόδιο προς τη Γη της Επαγγελίας που είχαν καλλιεργήσει στη φαντασία τους. Σήμερα, με την τεχνογνωσία του ΔΝΤ, της Goldman Sachs, των γραφειοκρατών τύπου Αλμούνια και του νεοφιλελευθερισμού όχι μόνον η Δημοκρατία περιορίζεται, το κοινωνικό κράτος πλήττεται και η οικονομία καταρρέει, αλλά και η εθνική κυριαρχία μειώνεται. Το σαρωτικό αυτό κύμα που πλήττει την Ελλάδα, το απο-εθνικοποιημένο κράτος της είναι αδύνατον να το αντιμετωπίσει, διότι δεν διαθέτει εθνικά αντισώματα, δεν διαθέτει ανοσοποιητικό σύστημα, δεν διαθέτει τη λαϊκή συνηγορία, και αφέθηκε εξολοκλήρου στους τρίτους –Γερμανούς, Γάλλους, Αμερικανούς, Κινέζους- που, ωστόσο, δεν είναι φιλανθρωπικά ιδρύματα αλλά στηρίζουν την πρόοδό τους στο έθνος-κράτος, στο εθνικό τους συμφέρον. Ο πλήρης αποσυντονισμός της Ελλάδας οφείλεται στο ότι ο αυτόματος πιλότος με τον οποίο πορεύονταν, αφού απέβαλε από πάνω της τη βαριά πανοπλία, την ελληνικότητά της, δέχτηκε ισχυρές παρεμβάσεις από τους χειριστές της παγκοσμιοποίησης και η χώρα μας αδυνατεί πλέον να προσγειωθεί με δικά της εθνικά μέσα. Έτσι, περιμένει το μοιραίο. Για να κατανοήσουμε αυτή τη δεινή θέση, θα σας δώσω περιληπτικά τα κύρια χαρακτηριστικά της ιδεολογίας του μετα-μοντερνισμού (της παγκοσμιοποίησης), στην οποία το ελληνικό κράτος κατέθεσε, ως άλλοτε οι ριψάσπιδες, τα εθνικά του όπλα. * * * Το πρώτο γνώρισμα αυτής της ιδεολογίας είναι ο «αόριστος» ή μετα-μοντέρνος άνθρωπος που εμφορείται από την παντοδυναμία της αγοράς και του ιδιωτικού συμφέροντος. Πρόκειται για ένα πρότυπο ανθρώπου, επιφορτισμένου με μεσσιανικές προσδοκίες που οδήγησαν τον σύγχρονο πολιτισμένο κόσμο σε κατάσταση συλλογικής σχιζοφρένειας. Η κατάσταση αυτή οδηγεί τον άνθρωπο σε έναν άκρατο ακτιβισμό και δαιμονικό ανταγωνισμό, στον απρόσωπο, ρομποτικό άνθρωπο. Από το πρωί μέχρι το βράδυ βομβαρδίζεται με λέξεις του τύπου ανταγωνιστικότητα, επιχειρηματικότητα, κέρδος, παραγωγικότητα, swaps, hedge funds και όλα τα ακαταλαβίστικα συναφή, που τον έχουν μηχανοποιήσει, τον έχουν κάνει χωρίς συναισθήματα και ο καθείς για πάρτη του, κατά το λαϊκότερο. Το βιώνουμε άλλωστε αυτό με τον τρόπο που αντιμετωπίζεται η οικονομική κρίση από τους Δυτικούς με μέτρα που μπορεί να βελτιώνουν τους οικονομικούς δείκτες, αλλά εξοντώνουν τον άνθρωπο, που έγινε στατιστικό νούμερο. Η ελληνική πολιτική τάξη όχι μόνον υιοθέτησε αυτό το απάνθρωπο πρότυπο, αλλά το επέβαλε με ταχύρρυθμες διαδικασίες, με συνέπεια ο πολίτης να μεταλλαχθεί σε ιδιώτη. Αυτό, για να επιτευχθεί έπρεπε να πληγεί η εθνική του υπόσταση, η παράδοσή του, που ταυτίζει την κοινωνία, και κατά προέκταση την πολιτική, με την αλήθεια, σύμφωνα με τη φράση του Ηράκλειτου: «Αληθεύουμε όταν κοινωνούμε, ψευδόμαστε όταν ιδιάζουμε». Όποιος δεν μετείχε στην εμπειρία της κοινωνίας (μέσω διαδικασιών πολιτικής συμμετοχής, και όχι απλώς ως ψηφοφόρος) στην αρχαία Ελλάδα, ώστε να συμβάλει στην ανάδειξη της αλήθειας στον πολιτικό βίο της πόλεώς του, δεν είχε την τιμή να είναι πολίτης, αλλά εθεωρείτο «ιδιώτης», δηλαδή βάρβαρος ή, κατά τον Ηράκλειτο, «κοιμώμενος». Έτσι, η λέξη «ιδιώτης» πήρε ονειδιστική σημασία, την οποία διατηρεί σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές γλώσσες (π.χ. στην αγγλική «idiot», που σημαίνει ηλίθιος, βλάκας, μωρός). Τώρα καταλαβαίνεται γιατί η εμπορική τηλεόραση αποκαλείται ιδιωτική, γιατί η τηλεόραση προωθεί την ιδιωτεία, γιατί η ιδιωτικοποίηση έχει προσλάβει μορφή αγιοποίησης. Η μεθόδευση προς την ιδιωτεία της τηλεόρασης, της παιδείας, της πολιτικής και του πολιτισμού, συνοδεύτηκε με την καθιέρωση ενός «νέου πατριωτισμού». Κύριο χαρακτηριστικό του η ελληνοφοβία –η ενοχοποίηση του ελληνικού έθνους. Στόχος η ελληνική ταυτότητα, με εργολάβους διεκπεραίωσης αυτή τη φορά τους πανεπιστημιακούς –και δη του γνωστικού αντικειμένου της Ιστορίας- και το μιντιακό σύστημα. Όποιος αντισταθεί σε αυτό το παλιρροιακό κύμα, θα αντιμετωπίσει την τύχη της απαξίωσης, εάν όχι της γελοιοποίησης, όσο αξιόλογος και εάν υπήρξε ή είναι. Θα καταχραστώ για λίγο την υπομονή σας, για να αναφέρω τέσσερα ονόματα προσωπικοτήτων, θυμάτων του νέου απο-εθνικοποιημένου πατριωτισμού: ο ένας μόνο είναι εν ζωή, ο Μίκης Θεοδωράκης, οι παρεμβάσεις και τα κείμενά του συνήθως πνίγονται από τα κατεστημένα ΜΜΕ, ή ο ίδιος κατασυκοφαντείται στις παραπολιτικές τους στήλες. Και τούτο, διότι υποπίπτει στο «θανάσιμο αμάρτημα» να ομιλεί ελληνικά και όχι νεοταξικά. Ο καταγγελτικός του διάλογος με τη Γ.Γ. του υπουργείου Παιδείας, Θάλεια Δραγώνα, αποτελεί μνημείο αποσταγμένης σοφίας, αλλά δεν έπαιξε σε κανένα κατεστημένο ΜΜΕ. Η δεύτερή μου αναφορά είναι ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, για τον οποίο η Ιστορία ακόμη δεν έχει αποφανθεί και δεν θα επεκταθώ, πλην της απλής αναφοράς ότι δεν πτοήθηκε από τις λοιδορίες του πανίσχυρου μιντιακού συστήματος και τόλμησε να αρθρώσει ελληνικό λόγο. Οι άλλοι δύο είναι οι νομπελίστες εθνικοί μας ποιητές: Γιώργος Σεφέρης και Οδυσσέας Ελύτης. Και οι δυο τους έγιναν, μετά θάνατον, στόχοι μιας σφοδρότατης δυσφημιστικής εκστρατείας, διότι στο έργο τους –που αυτό αξιολογήθηκε και τιμήθηκε με Νόμπελ- προσπάθησαν να αντιπαραβάλουν στον «ευρωπαϊκό ελληνισμό» τον «ελληνικό ελληνισμό», κατά την ορολογία του Σεφέρη, να φτιάξουν δηλαδή νεοελληνική ταυτότητα, που αποτελεί προϋπόθεση του εθνικού κράτους, ειδάλλως συντηρείς την καρικατούρα του, όπως φοβάμαι ότι είναι η σημερινή. «Εγώ και η γενιά μου», γράφει ο Ελύτης, «πασχίσαμε να βρούμε το αληθινό πρόσωπο της Ελλάδας. Αυτό ήταν αναγκαίο γιατί μέχρι τότε σαν αληθινό πρόσωπο της Ελλάδας εμφανιζόταν εκείνο που οι Ευρωπαίοι έβλεπαν σαν Ελλάδα». Κατηγορούνται, όπως και άλλοι της γενιάς κυρίως του ΄30, από τους εκφραστές εξωγενών πολιτισμικών μοντέλων που έχουν κατακλύσει την αυτοαποκαλούμενη προοδευτική διανόηση στα πανεπιστήμια, ΜΜΕ, κέντρα διαμόρφωσης πολιτικής και δη εκπαιδευτικής πολιτικής, για «εθνικισμό», «ρατσισμό» και «νεκροφιλία», διότι το αμάρτημά τους υπήρξε η αγωνιώδης αναζήτηση αξιών μιας μεγάλης πνευματικής παράδοσης, της ελληνικής, που ωστόσο έχει οικουμενική σημασία, και παρόλα αυτά παραποιείται και πολεμείται από τους κληρονόμους της και κινδυνεύει να χαθεί. Στην ποίησή τους δεν προβάλει η φιλοπατρία με το ρητό τρόπο που υπάρχει στον Κάλβο, στον Σολωμό ή στον Παλαμά, αλλά ως αντίλογος σε ένα ενδοελληνικό φαινόμενο: στην ιδεοληψία των αστών πολιτικών και διανοουμένων, ότι ο ελληνικός λαός πρέπει, πάση θυσία, να απαλλαγεί από τον πολιτισμό του και να αφομοιωθεί στην κυρίαρχη δυτική κουλτούρα. Ιδιαίτερα, η φιλοπατρία του Σεφέρη εστιάζεται στην ανατομία των πληγών που συνθέτουν την τραγωδία του νέου ελληνισμού («όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει» είναι η χαρακτηριστική διατύπωσή του), ενώ του Ελύτη εστιάζεται στο επίπεδο του πολιτισμού όχι του εθνισμού. Η ελληνική πολιτισμική παράδοση έχει σημασία όχι γιατί είναι ελληνική αλλά γιατί είναι οικουμενική και επειδή διασώζει ένα απόσταγμα πνευματικής εμπειρίας χιλιετιών, που προσφέρει διεξόδους σε μείζονα προβλήματα της σημερινής ανθρωπότητας. Η ποίησή τους, στο μέτρο που ξυπνά την ιστορική μνήμη και ενεργοποιεί την πολιτισμική αυτοσυνειδησία του λαού, αντιστρατεύεται τους στόχους της πολιτισμικής ισοπέδωσης και της επιδιωκόμενης αλλοτρίωσης των εθνικών και τοπικών πολιτισμών που εξυπηρετεί τον ολοκληρωτισμό της εποχής μας. Οι τέσσερις προαναφερόμενοι αποτελούν φωτεινές περιπτώσεις αντίστασης στο φαινόμενο της «ολιστικής ομογενοποίησης», γνωστής με τον ευφημιστικό όρο «παγκοσμιοποίηση» που έχει δύο μορφές: πρώτον, την οικονομιστική και, δεύτερον, την πολιτισμική. Η επιβολή της, όμως, είναι τόσο άγρια και απάνθρωπη που επέλεξε ως νομιμοποιητικό επίχρισμα την πολυπολιτισμικότητα. Στο όνομα του ανθρωπισμού άνοιξαν διάπλατα τα σύνορα. Οι πρώτοι διδάξαντες δεν θα μπορούσε να είναι άλλοι από τους γεννήτορες της παγκοσμιοποίησης, τους αγγλοσάξονες. Για παράδειγμα, η βρετανική κυβέρνηση επέτρεψε την είσοδο στη χώρα 3 εκ. μεταναστών, στην Ιταλία το ρόλο αυτό τον ανέλαβε η μαφία του νότου, που γέμισε την περιοχή με έγχρωμους αφρικανούς που τους χρησιμοποίησε ως πάμφθηνο εργατικό δυναμικό στις ελεγχόμενες από την ίδια οικονομικές δραστηριότητες, και στην Ελλάδα, τον αντίστοιχο της μαφίας ρόλο ανέλαβε το χαϊδεμένο παιδί των αγγλοσαξόνων, το επίσημο τουρκικό κράτος που ενισχύει συνεχώς μια αστείρευτη ροή μεταναστών στη χώρα μας, δίχως αυτή να αρθρώνει λόγο, λόγω της εγγενούς αδυναμίας της ως εθνικού κράτους. Σε όλες τις χώρες υποδοχής, το κίνητρο αποδοχής αυτού του πρωτόγνωρου παράνομου μεταναστευτικού κύματος είναι τα οφέλη που προκύπτουν από το φθηνό εργατικό δυναμικό, ώστε οι οικονομίες να γίνουν ανταγωνιστικές έναντι των οικονομιών της Ασίας, ενώ το επίχρισμα του ιδιοτελούς αυτού σκοπού είναι το πολιτικώς ορθό, και οι ανθρωπιστικοί λόγοι. Φυσικά, και η μεταπρατική χώρα μας, για να μη φανεί ότι υστερεί σε πολιτική ορθότητα, αποδέχθηκε το γεγονός και προχώρησε ένα βήμα πιο πέρα, προωθώντας ως πρώτο νομοθετικό μέλημά της, πάνω από την παιδεία, την υγεία, την ανάπτυξη και τη Δημόσια Διοίκηση, το μεταναστευτικό, χωρίς φυσικά κανένα δημόσιο διάλογο, ακριβώς στα πρότυπα σιγής που ακολουθήθηκε με το ευρώ και ακολουθείται με τη λεγόμενη διοικητική ανασυγκρότηση της χώρας, τον «ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΗ». Προσοχή: δεν συγκεκριμενοποιώ την πολιτική ευθύνη, διότι αυτή είναι διαχρονική και πολυκομματική, ούτε καταδικάζω a priori τις δύο αυτές νομοθετικές πρωτοβουλίες, απλώς καταγράφω τη μεθόδευση επιβολής τους. Η Ελλάδα ως αθεράπευτα επιρρεπής στην υιοθέτηση ακατέργαστων ιδεολογημάτων από το εξωτερικό, όπως είναι το πολυπολιτισμικό κοινωνικό μοντέλο, με μηρυκαστική βουλιμία που ξαφνιάζει και τους υποψιασμένους, προχωρά σε ένα νέο πλαίσιο διακυβέρνησης μετα-εθνικού χαρακτήρα. Είναι ο γνωστός μας «ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΗΣ», που προανέφερα. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς πως επιτέλους το κρατικό σχήμα της συγκεντρωτικής εξουσίας που μας επέβαλαν οι Ευρωπαίοι, το οποίο ήταν ξένο στη φύση και την ιδιοσυγκρασία του Έλληνα, και το οποίο ο πολίτης, συνειδητά ή ασυνείδητα, καθημερινά το αντιμάχεται, φαίνεται να παίρνει τέλος. Το κρατικό αυτό σχήμα του συγκεντρωτισμού, που η πολιτική τάξη συντηρεί και πιστά υπηρετεί, δημιουργεί ένα είδος μόνιμης αναπηρίας σε κάθε νεογέννητο Έλληνα, με συνέπεια να τον καθηλώνει, να του αφαιρεί κάθε ικμάδα δημιουργίας. Αντίθετα, μόλις αποδημούν οι Νεοέλληνες αρχίζει η ζωή, η δημιουργία, η άμιλλα, τα εκπληκτικά οικονομικά, επιστημονικά και επιχειρησιακά επιτεύγματα. Αυτό και μόνο το γεγονός είναι δηλωτικό της τεράστιας ευθύνης της πολιτικής τάξης που καθηλώνει το ανθρώπινο δυναμικό της χώρας σε μαρασμό, γι΄ αυτό και την καθιστά υπόλογη στο λαό και την Ιστορία. Θα μπορούσε, δηλαδή, να υποθέσει καλοπροαίρετα κανείς, πως οι πολιτικοί ταγοί, έχοντας πλήρη κατανόηση αυτής της ιστορικής τους ενοχής, συνειδητοποίησαν ότι δεν πάει άλλο να αφήνουν τον πολίτη στον τόπο του να σέρνεται και να φυτοζωεί και αποφάσισαν μέσω του «ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΗ» να εμφυσήσουν ζωή, να αναγεννήσουν μια παράδοση τοπικής πολιτικής αυτονομίας και ουσιαστικής μετοχής του πολίτη στα κοινά, που μοιάζει ταυτισμένη με την ίδια τη φύση και το χαρακτήρα του Έλληνα. Δυστυχώς, τίποτε από τα προηγούμενα δεν φαίνεται να ισχύει. Τουναντίον, υπό την απειλή της οικονομικής κατάρρευσης και με δεδομένη την ελληνική τσαπατσουλιά, προστέθηκε και ο «ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΗΣ» που, όπως και με το ευρώ, πολυδιαφημίζεται ως η υλοποίηση ενός ακόμη μεγάλου οράματος της πολιτικής τάξης. Η απαισιοδοξία γίνεται ακόμη μεγαλύτερη, διότι πουθενά δεν γίνεται αναφορά σε δυνατότητα τοπικών δημοψηφισμάτων, στην εισαγωγή μορφών άμεσης-συμμετοχικής δημοκρατίας, στην αναστροφή ερήμωσης της υπαίθρου και, προπάντων, για το μείζον πρόβλημα της Ελλάδας, τον υδροκεφαλισμό της, τη διογκούμενη Αθήνα, τον τάφο της νεώτερης Ελλάδας. Διοικητική ανασυγκρότηση, δίχως τη δημιουργία εκ του μηδενός νέας πρωτεύουσας και χωρίς την υιοθέτηση της συμμετοχικής δημοκρατίας, αποτελεί κακόγουστο επαναλαμβανόμενο αστείο, που αυτή τη φορά θα αποδειχτεί οδυνηρή φάρσα. Ομιλώ για την αναγκαιότητα μεταφοράς της πρωτεύουσας στα πρότυπα της Βέρνης στην Ελβετία, της Καμπέρα στην Αυστραλία, ακόμη και της Άγκυρας στην Τουρκία, με τη δημιουργία μιας νέας διοικητικής πόλης ως πρωτεύουσας, κάπου στην κεντρική Ελλάδα, που τουλάχιστον για καμιά δεκαετία που θα κτίζεται θα δώσει εκπληκτικούς ρυθμούς ανάπτυξης στην οικονομία, στελεχώνοντάς την από το μηδέν με ένα ευέλικτο και άκρως επαγγελματικό στελεχιακό δυναμικό. Γνωρίζω πολύ καλά ότι ο παλιός κόσμος ποτέ δεν παραδίδεται εύκολα στον καινούργιο και ότι η πρόταση αυτή μπορεί να θεωρηθεί ευφάνταστη, εξωπραγματική, ουτοπική. Μα εξωπραγματικό και, συνάμα, καταστροφικό δεν είναι το απίστευτο έλλειμμα των 300 δις ευρώ και το υπερτιμολογημένο κόστος των Ολυμπιακών Αγώνων που αρχικά υπολογίζονταν στα 9 δις ευρώ και τελικά εκτινάχθηκε στα 20, χωρίς να μπορεί να αποτιμηθεί το κόστος από τον πολλαπλασιασμό του όρου «λαμόγια», που μας συνοδεύει ως σταθερό στοιχείο της ολυμπιακής κληρονομιάς; Τουλάχιστον, με την πρόταση της νέας πρωτεύουσας, ας πιστωθούμε και με μια δημιουργική ουτοπία, αρκετά πλέον με τις ρεαλιστικές τους πολιτικές. Και για να μην τελειώσω με έναν στείρο καταγγελτικό και απαισιόδοξο λόγο, θα ρίξω στη σκέψη σας έναν ακόμη σπόρο γόνιμου ελπίζω προβληματισμού. Εκτιμώ, πως μονόδρομος δεν είναι ό,τι εξαγγέλλεται άνωθεν, έστω και εάν έχει την καθολική συναίνεση από την πολιτική τάξη των Αθηνών και των Βρυξελλών, αλλά η υιοθέτηση μιας νέας φιλοσοφίας, της αυτο-οργάνωσης, που οδηγεί σε κοινωνικές, εναλλακτικές αναζητήσεις, που θα ανταποκρίνεται στον χαρακτήρα μας, όπως αυτός διαμορφώθηκε μέσω των χιλιετιών. Αυτο-οργάνωση υπό τη μορφή συσπείρωσης σε «ομίλους» τοπικού χαρακτήρα (ας τους ονομάσουμε «Κρυφά Σχολειά», γιατί δεν πρόκειται να προβληθούν από τα ΜΜΕ), που αν φουντώσουν θα καταστεί δυνατή η λειτουργία ενός συντονιστικού κέντρου (μιας νέας «Φιλικής Εταιρείας»). Άλλωστε, η κοινωνία είναι ώριμη για ένα τέτοιο βήμα, αφού βρίσκεται πολύ πιο μπροστά από τους ταγούς της, οι οποίοι την έχουν καθηλώσει στο ναδίρ. Τελειώνω, με την εξής επισήμανση. Το ελληνικό κράτος, από την ημέρα της συστάσεώς του, υιοθέτησε την πολιτική της παρακμής με τους ακατέργαστους ξενικούς θεσμούς. Σήμερα, φαίνεται καθαρά ότι βιώνουμε και την παρακμή της πολιτικής της παρακμής. Είμαστε, δηλαδή, στο σημείο μηδέν. Θα καταφέρουμε να μείνουμε στην επιφάνεια ή θα βουλιάξουμε; Σε μια χώρα του μύθου και των θαυμάτων, που η πραγματικότητα αποδίδεται ως μύθος και η ζωή ως θαύμα, όλα είναι πιθανά να συμβούν, ώστε να οδηγηθούμε στην ακμή της πολιτικής και των παραγώγων της: πολίτης, πολιτισμός, πόλις. Άλλωστε, οι συμβολισμοί της ημέρας είναι έντονοι: ισημερία και άνοιξη, εποχή της αναγέννησης και της αισιοδοξίας για τη ζωή αφενός και, αφετέρου, εορτή της εθνεγερσίας που μας διδάσκει ότι οι απλοί και αδύναμοι, με μόνο όπλο τη θέληση και την πίστη, κατόρθωσαν το ακατόρθωτο, όταν αποφάσισαν να σηκώσουν επιτέλους κεφάλι στον ισχυρό αφέντη, στο κατεστημένο της εποχής. Το παράδειγμά τους μας διδάσκει ότι εάν αυτοί πίστεψαν στο ακατόρθωτο και το πέτυχαν, γιατί όχι και εμείς; Θα τους μιμηθούμε; Οψόμεθα! Σας ευχαριστώ πολύ.
|
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου